Full diacritics: ἐπίσαρκος | Medium diacritics: ἐπίσαρκος | Low diacritics: επίσαρκος | Capitals: ΕΠΙΣΑΡΚΟΣ |
Transliteration A: epísarkos | Transliteration B: episarkos | Transliteration C: episarkos | Beta Code: e)pi/sarkos |
ἐπίσαρκον, covered with flesh, ὀστέον Hp.Fract.18.
ἐπίσαρκος: -ον, κεκαλυμμένος ὑπὸ σαρκός, ὀστέον Ἱππ. π. Ἀγμ. 764.
ἐπίσαρκος, -ον (Α) [[σαρξ, -ρκός]]
ο καλυμμένος από σάρκα («ἐπίσαρκον ὀστέον», Ιπποκρ.).