ἀλιμενότης

From LSJ
Revision as of 12:12, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλῐμενότης Medium diacritics: ἀλιμενότης Low diacritics: αλιμενότης Capitals: ΑΛΙΜΕΝΟΤΗΣ
Transliteration A: alimenótēs Transliteration B: alimenotēs Transliteration C: alimenotis Beta Code: a)limeno/ths

English (LSJ)

ἡ, = ἀλιμενία, X.HG4.8.7, Peripl.M.Eux.37.

Spanish (DGE)

-ητος, ἡ
falta de puertos X.HG 4.8.7, Arr.Peripl.M.Eux.25.

German (Pape)

[Seite 96] ἡ, Hafenlosigkeit, Xen. Hell. 4, 8, 7.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
manque de port.
Étymologie: ἀλίμενος.

Russian (Dvoretsky)

ἀλῐμενότης: ητος ἡ отсутствие (удобных) пристаней Xen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλιμενότης: ἡ = ἀλιμενία, Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 7.

Greek Monolingual

ἀλιμενότης, η (Α) ἀλίμενος
η αλιμενία.

Greek Monotonic

ἀλῐμενότης: ἡ, έλλειψη λιμανιού, σε Ξεν.

Middle Liddell

[from ἀλίμενος
want of harbours, Xen.