ὀνειρόφοβος
From LSJ
Μεστὸν κακῶν πέφυκε φορτίον γυνή → Mulier malorum plena semper sarcina est → Die Frau ist eine Last, mit Leiden vollgepackt
English (LSJ)
ὀνειρόφοβον, terrified by dreams, Tz.H.9.621.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνειρόφοβος: -ον, ὁ ἐξ ὀνείρων πεφοβημένος, «τρομασμένος», Τζέτζ. Ἱστ. 9. 621.