σποδόρχης
From LSJ
νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day
English (LSJ)
σποδόρχου, ὁ, (σποδέω 1) eunuch, Eust.1431.47.
German (Pape)
[Seite 923] ὁ, = κίναιδος, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
σποδόρχης: -ου, ὁ, (σποδέω) εὐνοῦχος, «μουνοῦχος», Εὐστ. 1431. 47.
Greek Monolingual
-ου, ὁ, Μ
ευνούχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σποδῶ «συνευρίσκομαι παράνομα» + -ορχης (< ὄρχις), πρβλ. τριόρχης].