φιληκοέω
From LSJ
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
English (LSJ)
to be attentive, Plb.3.57.4.
German (Pape)
[Seite 1277] gern zuhören, lesen, aufmerksam sein, Pol. 3, 57, 4 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
-οῶ;
écouter volontiers, écouter avec attention.
Étymologie: φιλήκοος.
Russian (Dvoretsky)
φιληκοέω: охотно или со вниманием слушать Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
φῐληκοέω: ἀγαπῶ νὰ ἀκούω, εἶμαι προσεκτικός, Πολύβ. 3, 57, 4.
Greek Monotonic
φῐληκοέω: μέλ. -ήσω, είμαι προσηλωμένος, σε Πολύβ.
Middle Liddell
φῐληκοέω, fut. -ήσω [from φῐλήκους]
to be attentive, Polyb.