μνήμη

From LSJ
Revision as of 11:10, 18 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "S.''OT''" to "S.''OT''")

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μνήμη Medium diacritics: μνήμη Low diacritics: μνήμη Capitals: ΜΝΗΜΗ
Transliteration A: mnḗmē Transliteration B: mnēmē Transliteration C: mnimi Beta Code: mnh/mh

English (LSJ)

Dor. μνάμα, ἡ, (μνάομαι)
A remembrance, memory of a person or thing, abs. or c. gen., κακῶν μ. γίνεται οὐδεμία Thgn.798; οὔτ' ἀγαθῶν μνήμην εἰδότες οὔτε κακῶν Id.1114; τῶν ἐμῶν μνάμα ποκ' ἐσσεῖται πόνων Epich.254; λείπεσθαι ἀθάνατον μ. (sc. ἑαυτοῦ) Hdt.4.144; μ. ἔχειν τινός S.OT1246, OC509, etc.; τάφου μ. τίθεσθαι E.Ph.1585; οἱ ἄνθρωποι πρὸς ἃ ἔπασχον τὴν μ. ἐποιοῦντο made their recollections suit their sufferings, Th.2.54; μνήμην πεποίηκεν has made [him] remembered, Arist.Rh.1414a6: pl., ἀγήρατοι μνῆμαι Lys.2.79; of the dead, μακαρίας μνήμης, θείας μνήμης, IG7.175 (Megara), Just.Nov.43 Praef., etc.; κρατίστης μνήμης Wilcken Chr.26.30 (ii A. D.); μνήμης ἀρίστης IG7.2808.6 (Hyettus, iii A. D.).
2 memory as a power of the mind, Simon.146, etc.; μνήμην ἁπάντων μουσομήτορ' ἐργάνην A.Pr.461; proper to animals, opp. ἀνάμνησις, of man, Pl. Phlb.34c, cf. μνημονεύω 1.2; εἰπεῖν τι μνήμης ἄπο from memory, S.OT 1131; ἐν μνήμῃ λαβεῖν Pl.Ti.26b; φυλάξαι τῇ μ. Id.Lg.783c; εἰς μ. ἀναληπτέον ib.864b; ἐφ' ὅσον μ. ἀνθρώπων ἐφικνεῖται X.Cyr.5.5.8; φέρειν ἐν μ. Men.Mon.435: pl., αἱ πολλαὶ μ. τοῦ αὐτοῦ πράγματος μιᾶς ἐμπειρίας δύναμιν ἀποτελοῦσιν all the memories, acts of memory, Arist.Metaph.980b29, cf. APo.100a5; powers of memory, Id.Rh.1362b24 (s.v.l.).
3 memorial, record, κυπαρίττιναι μνῆμαι εἰς τὸν ἔπειτα χρόνον καταγεγραμμέναι Pl.Lg.741c; μνῆμαι ἐν μέτροις καὶ ἄνευ μέτρων inscriptions, Arist.Rh.1361a34; μ. μυθολόγος mythological record, history, Call.Aet.3.1.55, cf. Gal.Sect.Intr.2.
II mention, notice of a thing, μ. ποιεῖσθαί τινος Hdt.1.15, etc.; μ. ποιήσασθαι περί or ὑπέρ τινος, Plb.2.7.12, 2.71.1; ἡ ὑπὲρ τῶν δικαίων μ. D.S.15.52; μ. ἔχειν τινός Hdt.1.14, etc. (cf. supr.1); μ. ἐπασκέειν Id.2.77.
III μνήμη βασίλειος the imperial cabinet or archives, ὁ τῆς βασιλείου μνήμης προεστώς = Lat. a memoria, Hdn.4.8.4, cf. D.C.76.14 (prob.).
IV = μνῆμα, tomb, AJP48.18 (Rome).

German (Pape)

[Seite 194] ἡ, das Gedächtniß; Theogn. 798. 1114; μνήμ ην θ' ἁπάντων μουσομήτορ' ὲργάτιν, Aesch. Prom. 459; τάφου μνήμην τίθεσθαι, Eur. Phoen. 1579; εἰπεῖν ἐν τάχει μνήμης ὕπο, aus der Erinnerung, Soph. O. R. 1131; μνήμην ἔχειν τινός, gedenken, ib. 1246 El. 238 u. öfter, wie Eur. I. A. 1103 Mel. 1599; Her. 1, 14. 4, 81 u. öfter; c. inf., Thuc. 2, 87 u. oft bei Plat. u. sonst in Prosa; auch μνήμην ποιεῖσθαί τινος, Her. 1, 15. 5, 74, einer Sache Erwähnung thun, wie Thuc. 2, 54; auch περί τινος, Pol. 2, 7, 12, ὑπέρ τινος, 2, 71, 1 u. D. Sic. 15, 52; μνήμην ἐπασκέειν, Her. 2, 77, d. i. besonders das Studium der Geschichte; ἐν μνήμῃ παρακείμενα, im Gedächtniß bewahrt, Plat. Phil. 19 d; ἐν μνήμῃ φυλάσσειν, Legg. VI, 783 c; παραδιδόναι τὰς αἰσθήσεις ταῖς μνήμαις, Legg. XII, 964 e; auch neben κλέος, μνήμην παρέχεται, Conv. 209 d; u. = μνῆμα, Denkmal, θήσουσι κυπαριττίνας μνήμας εἰς τὸν ἔπειτα χρόνον καταγεγραμμένας, Legg. V, 741 c; μνῆμαι ἀγήρατοι, Lys. 2, 79; μνήμην λαβεῖν παρὰ φήμης, 2, 3; Sp. – Bei Hdn. 4, 8 ist ὁ τῆς βασιλείου μνήμης προεστώς der Vorsteher des kaiserlichen Archivs oder Kabinets.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
I. mémoire, souvenir :
1 action de se souvenir;
2 le souvenir lui-même, ce qui reste dans l'esprit : μνήμην ἔχειν τινός SOPH conserver ou rappeler le souvenir de qch ; μνήμην ποιεῖσθαι THC rappeler son souvenir, se rappeler ; μνήμην ποιεῖν ARSTT faire que qqn se souvienne;
3 faculté de se souvenir, mémoire : εἰπεῖν μνήμης ὕπο SOPH dire de mémoire;
II. mention;
III. signe ou objet pour rappeler un souvenir, particul. prescription, précepte.
Étymologie: R. Μεν, Μνη, v. μιμνῄσκω.

Russian (Dvoretsky)

μνήμη: дор. μνάμα
1 память, воспоминание (λείπεσθαι ἀθάνατον μνήμην Her.): μνήμην τινὸς ἔχειν Soph. вспоминать что-л.; μνήμην τινὸς τίθεσθαι Eur. и ποιεῖσθαι NT вспоминать о чем-л.; ἀγήρατοι αὐτῶν αἱ μνῆμαι (sc. ἔσονται) Lys. память о них не состарится;
2 сила памяти, запоминание (εἰπεῖν τι μνήμης ὕπο, v.l. ἄπο Soph.; ἅπαντα ἐν μνήμῃ πάλιν λαβεῖν Plat.);
3 памятная запись, заметка: κυπαρίττιναι μνῆμαι Plat. кипарисовые памятные таблички; μνῆμαι ἐν μέτροις καὶ ἄνευ μέτρων Arst. памятные надписи в стихах и прозе;
4 упоминание (μνήμην ποιεῖσθαί τινος Her.): μνήμην ἄξιος ἔχειν Her. достойный упоминания.

Greek (Liddell-Scott)

μνήμη: ἡ, (√ ΜΝΑ, μνάομαι) ὡς καὶ νῦν, ἐνθύμησις, ἀνάμνησις προσώπ. ἢ πράγματος, ἀπολ. ἢ μετὰ γεν., πρῶτον παρὰ τῷ Θεόγν. 796· λείπεσθαι ἀθάνατον μν. (ἐξυπακ. ἑαυτοῦ) Ἡροδ. 4. 144· μν. ἔχειν τινὸς Σοφ. Ο. Τ. 1246, Ο. Κ. 509, κτλ. (ἴδε κατωτ. ΙΙ)· 1110· μν. τίθεσθαί τινος, ἀναμιμνήσκεσθαι, Εὐρ. Φοίν. 1585· οἱ ἄνθρωποι πρὸς ἃ ἔπασχον μν. ἐποιοῦντο, τὰς ἀναμνήσεις αὐτῶν προσήρμοζον εἰς τὰ παθήματα αὐτῶν, Θουκ. 2. 54· μνήμην πεποίηκεν, [τὸν] κατέστησεν ἀξιομνημόνευτον, Ἀριστ. Ρητ. 3. 12. 4· - πληθ., μνῆμαι ἀγήρατοι Λυσ. 198. 8· κτλ. 2) τὸ μνημονικόν, ὡς δύναμις τοῦ νοῦ (ἴδε ἐν λ. μνημοσύνη), Σιμων. 149, καὶ συχν. παρ’ Ἀττ.· διακρίνεται δὲ ἀπὸ τοῦ ἀνάμνησις, Πλάτ. Φίληβ. 34C, κτλ.· καθ’ ὅσον τὸ μὲν πρῶτον εἶναι δύναμις ἀφ’ ἑαυτῆς ἐνεργοῦσα καὶ κοινὴ εἴς τε τὸν ἄνθρωπον καὶ ἄλλα ζῷα, τὸ δεύτερον εἶναι ἐνέργεια τοῦ νοῦ καὶ τῆς βουλήσεως ἰδιάζουσα τῷ ἀνθρώπῳ, Ἀριστ. π. Μνήμ. 2. 25, πρβλ. Trendelenb. π. Ψυχ. σ. 168· εἰπεῖν τι μνήμης ὕπο (ἢ ἄπο), ἀπὸ στήθους, Σοφ. Ο. Τ. 1131· ἐν μνήμῃ λαμβάνειν Πλάτ. Τίμ. 26Β· φυλάττειν τῇ μν. ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 738C· εἰς μν. ἀναλαμβάνειν αὐτόθι 864Β· ἐφ’ ὅσον μν. ἀνθρώπων ἐφικνεῖται Ξεν. Κύρ. 5. 5, 3· ἐν μν. φέρειν Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 435· - πληθ., αἱ πολλαὶ μνῆμαι τοῦ αὐτοῦ πράγματος μιᾶς ἐμπειρίας δύναμιν ἀποτελοῦσιν, πᾶσαι αἱ ἐνέργειαι τῆς μνήμης..., Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 1, 4, πρβλ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 19, 4: δυνάμεις τῆς μνήμης, ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 1. 6, 15. 3) = μνῆμα, μνημεῖον, μνῆμαι εἰς τὸν ἔπειτα χρόνον ἐγγεγραμμέναι Πλάτ. Νόμ. 741C· μνῆμαι ἐν μέτροις = ἐπιγραφαί, Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 9. ΙΙ. ἀνάμνησις, σημείωσις πράγματός τινος, μνήμην ποιεῖσθαί τινος, Λατ. mentionem facere, Ἡρόδ. 1. 15, κτλ.· ὡσαύτως μνήμην ἔχειν τινὸς αὐτόθι 14, κτλ., (ἀλλὰ καὶ = ἐνθυμεῖσθαί τι, ἴδε ἀνωτ. Ι)· μνήμην ἐπασκέειν, Λατ. rerum gestarum memoriam excolere, ὁ αὐτ. 2. 77· μέρη τιμῆς μνῆμαι ἐν μέτροις Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 9. III. μν. βασίλειος, τὰ βασιλικὰ ἀρχεῖα, Ἡρῳδιαν. 4. 8. - Πρβλ. μνημοσύνη.

English (Strong)

from μιμνήσκω; memory: remembrance.

English (Thayer)

μνήμης, ἡ (μνάομαι);
a. memory, remembrance;
b. mention: μνήμην ποιεῖσθαι τίνος, to remember a thing, call it to remembrance, Herodotus down, but in the sense of Latin mentionem facere, to make mention of a thing.

Greek Monolingual

η (ΑΜ μνήμη, Α δωρ. τ. μνᾱμα)
1. ενθύμηση, ανάμνηση προσώπου ή πράγματος («τῶν δὲ κακῶν μνήμη γίγνεται οὐδεμία», Θέογν.)
2. η πνευματική ικανότητα του ανθρώπου να διατηρεί στη διάνοιά του ό,τι έμαθε, ό,τι γνωρίζει, μνημονικό, θυμητικό («ταῦτα ξύμπαντα ἀναμνήσεις καὶ μνήμας που λέγομεν», Πλάτ.)
3. φρ. «από μνήμης» — απ' έξω, χωρίς τη χρησιμοποίηση σημειώσεων ή άλλου γραπτού κειμένου(«εἰπεῖν τι μνήμης ἄπο», Σοφ.)
νεοελλ.
1. βιολ. ψυχικό φαινόμενο που κατευθύνει τη συμπεριφορά ενός ατόμου σε συνάρτηση με ένα παλαιότερο βίωμά του
2. (πληροφ.) τμήμα ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή, μεγάλου ή μικρού, μέσα στο οποίο αποθηκεύονται τόσο τα δεδομένα, δηλ. αριθμοί ή πληροφορίες, όσο και οι εντολές που ελέγχουν τη λειτουργία του υπολογιστή και την επεξεργασία τών δεδομένων
3. (φιλοσ.) η ικανότητα του ανθρώπου να διατηρεί εντυπώσεις, εικόνες, παραστάσεις από το παρελθόν και να τίς αναπλάθει συνειρμικά, δηλ. σε σύνθεση με σχετικά γεγονότα ή καταστάσεις
4. (ψυχολ.) η συνειδητή επανεμφάνιση μιας λειτουργίας ή μιας εμπειρίας που έχει διδαχθεί ή βιωθεί κατά το παρελθόν
5. φρ. α) «ανοσολογική μνήμη»
βιολ. μηχανισμός ο οποίος χαρακτηρίζει την ιδιότητα ορισμένων ανοσοκυττάρων να παρεμβαίνουν με πιο γρήγορο, πιο έντονο και πιο αποτελεσματικό τρόπο στη δευτερογενή ανοσολογική απόκριση, δηλ. κατά τη συνάντησή τους με το αντιγόνο με το οποίο έχουν ήδη συναντηθεί
β) «μηχανική μνήμη» — απομνημόνευση λέξεων ή και φράσεων χωρίς ενδιαφέρον για το εννοιολογικό τους περιεχόμενο εκ μέρους εκείνου ο οποίος μνημονεύει
γ) «δωρεά εις μνήμην...» — δωρεά που γίνεται προκειμένου να μνημονεύεται το όνομα νεκρού
μσν.
1. τελετή που γίνεται για ανάμνηση προσώπου ή γεγονότος, εορτασμός επετείου, μνημόσυνο
2. σκέψη, ιδέα, λογισμός
3. υπόμνηση, σημείωση, καταχώριση
4. φρ. «ἐπὶ μνήμης φέρω» — θυμάμαι
μσν.-αρχ.
αρχείο, μητρώο
αρχ.
1. μνημείο
2. μνημόνευση, αναφορά ή μνεία πράγματος ή γεγονότος
3. τάφος, μνήμα
4. απεικόνιση, παρουσίαση
5. στον πληθ. αἱ μνῆμαι
οι ενέργειες και δυνάμεις της μνήμης
6. φρ. α) «μνῆμαι ἐν μέτροις καὶ ἄνευ μέτρων» — επιγραφές
β) «μνήμη μυθολόγος» — μυθολογική ιστορία
γ) «μνήμη βασίλειος» — αυτοκρατορικά δωμάτια ή αυτοκρατορικά αρχεία
δ) «ὁ τῆς βασιλείου μνήμης προεστώς» — ο έφορος του βασιλικού γραφείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μνή-μ-η < θ. μνη- του μι-μνή-σκω + κατάλ. -η. Το -μ- του τύπου αναλογικά προς τα μνήμα, μνήμων.

Greek Monotonic

μνήμη: ἡ (μνάομαι),·
I. 1. ανάμνηση, ενθύμηση, καταγραφή της μνήμης, μέσω των οποίων θυμόμαστε ένα πρόσωπο ή πράγμα, σε Θέογν., Ηρόδ. κ.λπ.· πρὸς ἃ ἔπασχον τὴν μνήμην ἐποιοῦντο, αναθυμούνταν όπως άρμοζε στις συμφορές τους, σε Θουκ.
2. μνήμη, ως δύναμη του νου, σε Αττ.· εἰπεῖν τι μνήμης ὕποἄπο), από μνήμης, σε Σοφ.
3. = μνημεῖον, ανάμνηση, σε Πλατ.· μνήμα, σε Αριστ. ΙI. αναφορά ενός πράγματος, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

μνήμη, ἡ, μνάομαι
I. a remembrance, memory, record of a person or thing, Theogn., Hdt., etc.; πρὸς ἃ ἔπασχον τὴν μνήμην ἐποιοῦντο made their recollection suit their sufferings, Thuc.
2. memory as a power of the mind, attic:— εἰπεῖν τι μνήμης ὕπο (or ἄπὀ from memory, Soph.
3. = μνημεῖον a monument, Plat.; an epitaph, Arist.
II. mention of a thing, Hdt.

Chinese

原文音譯:mn»mh 尼姆
詞類次數:名詞(1)
原文字根:提醒
字義溯源:記憶,記念;源自(μιμνῄσκομαι)=記念), (μιμνῄσκομαι)出自(μνάομαι)=記住),而 (μνάομαι)又出自(μένω)*=住)。參讀 (ἀνάμνησις)同義字參讀 (μιμνῄσκομαι)同源字
出現次數:總共(1);彼後(1)
譯字彙編
1) 記念(1) 彼後1:15

English (Woodhouse)

memory, mention, remembrance

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό μιμνῄσκω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

remembrance

Arabic: ذِكْرَى‎; Bulgarian: възпоминание; Catalan: recordatori, memòria; Dutch: herinneren; Finnish: muisto, muistaminen; Ancient Greek: μνήμη; Japanese: 思い出, 回想; Latin: memoria, recordatio, recordatus; Maltese: tifkira; Quechua: yarpay; Romanian: reamintire; Russian: припоминание, память; Scottish Gaelic: cuimhneachadh; Spanish: recuerdo, memoria

recollection

Armenian: հուշ; Bengali: ইয়াদ; Catalan: record; Chinese Mandarin: 回憶; Czech: vzpomínání; Dutch: herinnering, herinneren; Finnish: muistaminen, muistelu, muisteleminen; French: souvenir; Galician: recordo; Georgian: გახსენება; German: Erinnerung, Rückbesinnung; Greek: ανάμνηση, αναθύμηση, αναπόληση; Hungarian: emlékezés; Japanese: 記憶, 思い出, 回想; Korean: 기억, 회상; Latin: recordatio, recordatus; Maori: mahara, pūmaharatanga; Polish: wspomnienia; Portuguese: recordação; Romanian: reamintire; Russian: воспоминание

memory

Afrikaans: geheue; Albanian: kujtesë; Amharic: ትዝታ, ትውስታ; Arabic: ذَاكِرَة‎, حَافِظَة‎; Armenian: հիշողություն, հուշ; Asturian: memoria; Azerbaijani: yaddaş, hafizə, xatirə; Bashkir: иҫ, хәтер; Belarusian: памяць; Bengali: স্মৃতি, ইয়াদ; Bulgarian: памет; Burmese: မှတ်ဉာဏ်, စိတ်မှတ်; Catalan: memòria; Central Melanau: keneng; Cherokee: ᎠᏅᏓᏗᏍᏗ; Chinese Cantonese: 記性, 记性; Mandarin: 記憶, 记忆, 記性, 记性, 記性兒; Czech: paměť; Danish: hukommelse; Dutch: geheugen; Erzya: мелем; Esperanto: memoro; Estonian: mälu; Faroese: minni; Finnish: muisti; French: mémoire; Galician: memoria, acordanza; Georgian: მეხსიერება, მახსოვრობა; German: Gedächtnis; Greek: μνήμη; Ancient Greek: μνημοσύνη; Gujarati: યાદ; Hawaiian: hoʻomanaʻo ʻana, haliʻa; Hebrew: זיכרון \ זִכָּרוֹן‎; Hindi: स्मृति, याद, हाफ़िज़ा; Hungarian: emlékezet, memória; Icelandic: minni; Ido: memoro; Indonesian: ingatan, memori; Irish: cuimhne; Italian: memoria; Japanese: 記憶; Kannada: ನೆನಪು; Kazakh: ес, жад; Khmer: សតិ; Korean: 기억(記憶); Kurdish Central Kurdish: بیر‎; Northern Kurdish: bîr, bîrkan, hafize; Kurmanji: bîrkan; Kyrgyz: эс; Lao: ຄວາມຊົງຈຳ; Latgalian: atguods; Latin: memoria; Latvian: atmiņa; Lithuanian: atmintis; Luxembourgish: Gediechtnes, Memoire, Erënnerung; Macedonian: меморија, сеќавање, памтење, помнење,; Malay: ingatan; Malayalam: ഓർമ്മശക്തി; Maltese: memorja; Manchu: ᡝᠵᡝᠰᡠ; Manx: cooinaght; Maori: maharatanga; Marathi: स्मृती; Mirandese: mimória; Mongolian: ой ухаан; Nepali: स्मृति; Norman: mémouaithe; Norwegian Bokmål: hukommelse, minne; Nynorsk: minne; Occitan: memòria; Old Church Slavonic Cyrillic: памѧть; Old East Slavic: памѧть; Old English: ġemynd; Pashto: حافظه‎, ياد‎; Persian: حافظه‎, یاد‎; Polish: pamięć; Portuguese: memória; Punjabi: ਯਾਦ; Quechua: yarpay; Romanian: memorie; Romansch: regurdientscha, ragurdànza, ragurdientscha, algurdaunza, algordanza, algord; Russian: память; Sanskrit: स्मरणशक्ति, स्मृति; Scottish Gaelic: cuimhne; Serbo-Croatian Cyrillic: па̑мће̄ње; Roman: pȃmćēnje; Shor: эс; Sinhalese: මතක; Slovak: pamäť; Slovene: spomin; Spanish: memoria; Swahili: kumbukumbu; Swedish: minne, hågkomst, erinring; Tagalog: alaala; Tajik: ёд, зеҳн, хотир, ҳофиза; Tamil: ஞாபகம்; Tatar: хәтер, ис; Telugu: జ్ఞాపకము; Thai: ความจำ, ความทรงจำ; Tibetan: ཁྱིམ་དྲན་སེམས་ནད; Turkish: hafıza, bellek, hatır; Turkmen: hakyda, huş, ýadygär, ýat, ýatlama; Ukrainian: пам'ять; Urdu: یاد‎, حافظه‎; Uyghur: خاتىرە‎, ياد‎; Uzbek: yod, xotira, hofiza; Vietnamese: trí nhớ; Welsh: cof; Yagnobi: ёд; Yiddish: זכּרון‎, זיקאָרן‎; Zazaki: xafıze, vir; Zhuang: geiqsingq, geiq }}