πηγή

From LSJ
Revision as of 11:51, 18 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Pl.''Phdr.''" to "Pl.''Phdr.''")

εὐσεβῆ διάγω τρόπον περί τινα → conduct oneself piously

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πηγή Medium diacritics: πηγή Low diacritics: πηγή Capitals: ΠΗΓΗ
Transliteration A: pēgḗ Transliteration B: pēgē Transliteration C: pigi Beta Code: phgh/

English (LSJ)

Dor. παγά, ἡ,
A running water, used by Hom. always in plural, streams, πηγαὶ ποταμῶν Il.20.9, cf. Hdt.1.189, A.Pr.89,434(lyr.), Pers.311, E.HF1297, Rh.827 (lyr.); κρουνὼ δ' ἵκανον καλλιρρόω, ἔνθα δὲ πηγαὶ δοιαὶ ἀναΐσσουσι Il.22.147: sg., καλλιρρόου ἔψαυσα π. A.Pers. 202, cf. 613.
2 metaph., of tears, πηγαὶ κλαυμάτων, πηγαὶ δακρύων, streams of weeping, streams of tears Id.Ag.888, S.Ant.803, Tr.852 (lyr.): abs., παρειὰν νοτίοις ἔτεγξα παγαῖς A.Pr.402 (lyr.), cf. E.Alc.1068, etc.; also πηγαὶ γάλακτος, πηγαὶ βοτρύων, S.El.895, E.Cyc.496 (lyr.); πόντου πηγαῖς with sea water, Id.IT1039; πηγαὶ τροφῆς τῷ γεννωμένῳ, of mother's milk, Pl.Mx.237e; π. μαστῶν Inscr.Cos 218.8.
II fount, source, τοῦ Νείλου Hdt.2.28, 4.53 (pl.), OGI168.9 (Syene, ii B. C.), Str.17.1.52 (pl.); πηγαὶ ἡλίου the fount of light, i.e. the South, A.Pr.809; πηγαὶ νυκτός the North, S.Fr.956; παγὰ ἐπέων Pi.P.4.299; πυρὸς παγαί ib.1.22, cf. A.Pr.110, Pl.Ti.79d; πηγὴ ἀργύρου, of the silver-mines at Laureion, A.Pers.238; τῆς ἀκουούσης π. δι' ὤτων, i.e. the sense of hearing, S.OT1387; ἀπὸ μιᾶς ἀρχῆς καὶ π. Arist.PA668a15, cf. Plu.2.856e.
2 metaph., source, origin, mostly in sg., κακῶν π. A.Pers.743; αἱ τέχναι, ἃς πηγάς φασι τῶν καλῶν εἶναι X.Cyr.7.2.13; π. καὶ ἀρχὴ κινήσεως Pl.Phdr.245c; π. ἡδονῶν, τοῦ φρονεῖν, νοσημάτων, etc., Id.Phlb.62d, Lg.808d, Ti.85b, etc.; ἀρχαὶ καὶ π. τῶν στάσεων Arist.Pol.1301b5, cf. Pl.Lg.690d; π. τῆς κακοπραγμοσύνης Plb.18.40.3; βέβηκα πηγὰς εἰς ἐμάς I have returned to the source of my existence, Epigr.Gr.463 (Crommyon), cf. Dam.Pr. 95,al.
3 inner canthus of eye, supposed source of tears, Poll.2.71, Hsch.(both pl.).

German (Pape)

[Seite 608] ἡ, Quell, Quelle, Hom., Hes., Tragg. u. in Prosa überall; τροφῆς, von der Milch, Plat. Menex. 237 c; dah. Alles, woraus Etwas in Menge od. Fülle hervorkommt, ἀργύρου, Aesch. Pers. 236, der auch πυρὸς πηγὴν κλοπαίαν, Prom. 110, πρὸς ἡλίου ναίουσι πηγαῖς, 811 vrbdt; auch νῦν κακῶν ἔοικε πηγὴ πᾶσιν εὑρῆσθαι φίλοις, Pers. 729; also übh. Ursprung, Ursache; so Plat. τοῦτο πηγὴ καὶ ἀρχὴ κινήσεως, Phaedr. 245 c; πηγὴ πάντων τῶν νοσημάτων, Tim. 85 b; ἡδονῶν, Phil. 62 d; τοῦ φρονεῖν, Legg. VII, 808 d, u. öfter; τῶν καλῶν, Xen. Cyr. 7, 2, 13; τῆς κακοπραγμοσύνης, Pol. 18, 23, 3; τὴν ἀρχὴν ἔχει καὶ πηγὴν τῆς βεβαιώσεως ἐξ αἰσθήσεως, S. Emp. adv. log. 2, 356. – Bei den Tragg. oft übertr. von den Thränen, παρειὰν νοτίοις ἔτεγξα παγαῖς, Aesch. Prom. 401, κλαυμάτων πηγαὶ κατεσβήκασιν, Ag. 961, wie Soph. Ant. 797 Trach. 849; ἐξ ὀμμάτων πηγαὶ κατεῤῥώγασι, Eur. Alc. 1071. – Auch die Augenwinkel, aus denen die Thränen quellen, Hesych.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 source d'un fleuve;
2 écoulement continu d'un liquide, de larmes (d'où abs. au plur. αἱ πηγαί les larmes elles-mêmes), de lait;
3 source, càd lieu d'où naît qch, qui produit qch : πηγαὶ ἡλίου ESCHL la source du soleil, càd l'Orient ; πηγὴ ἀργύρου ESCHL source d'argent en parl. des mines du Laurion ; τῆς πηγῆς ἀκουούσης SOPH du sens de l'ouïe, litt. de la source de l'audition;
4 fig. source, principe, origine (de biens, de maux, etc.).
Étymologie: R. Παγ, ficher, v. πήγνυμι ; litt. « ce qui perce le sol à la façon d'un pieu qu'on fiche » ; cf. κρήνη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πηγή -ῆς, ἡ, Dor. πᾱγᾱ́ bron:; πηγαὶ τοῦ Νείλου bronnen van de Nijl Hdt. 2.28.1; uitbr..; πυρὸς παγαί fonteinen van vuur Pind. P. 1.22; ἀργύρου πηγή zilvermijn Aeschl. Pers. 238; overdr. bron, oorsprong:. ἡλίου πηγαί de bronnen van de zon Aeschl. PV 809; αἱ τέχναι... ἃς πηγάς φασι τῶν καλῶν de kunsten die, zoals men zegt, de bron van al het schone zijn Xen. Cyr. 7.2.13; ἀρχαί... αὗται καὶ πηγαὶ τῶν στάσεών εἰσιν dat zijn beginpunten en oorzaken van burgertwisten Aristot. Pol. 1301b5. plur. stromend water:; Ὠκεανοῦ παρὰ πηγάς langs de stromen van Oceanus Hes. Th. 282; overdr.. πηγαὶ κλαυμάτων tranenstromen Aeschl. Ag. 888; πηγαὶ βοτρύων druivensap Eur. Cycl. 496; πηγαὶ τροφῆς τῷ γεννωμένῳ voedselstromen voor de pasgeborene Plat. Menex. 237e.

Russian (Dvoretsky)

πηγή: дор. πᾱγά (γᾱ) ἡ
1 струя, поток (πηγαὶ ποταμῶν Hom.; πηγαὶ κλαυμάτων Aesch.; παγαὶ δακρύων Soph.): πηγαὶ βοτρύων Eur. потоки вина;
2 источник, родник (π. καὶ ἀρχὴ κινήσεως Plat.; τοῦ ὕδατος τῆς ζωῆς NT): πηγαὶ ἡλίου Aesch. = ἕως; π. ἀκούουσα Soph. = ἀκοή.

Greek (Liddell-Scott)

πηγή: Δωρ. παγά, ἡ, ὕδωρ, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐν τῷ πληθ. ἐπὶ τοῦ ῥέοντος ὕδατος τῶν ποταμῶν, τὰ νάματα, τὰ ῥεύματα, πηγαὶ ποταμῶν Ἰλ. Υ. 9, Ὀδ. Ζ. 124· οὕτω καὶ παρ’ Ἡροδ., ὡς 1. 189, κτλ.· καὶ παρ’ Ἀττ., Αἰσχύλ. Πρ. 89, 434, Πέρσ. 311, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1297, Ρῆσ. 826, ― οὕτω δὲ διαφέρει τοῦ κρήνη καὶ τοῦ κρουνὸς κρουνὼ δ’ ἵκανον καλλιρόω, ἔνθα δὲ πηγαὶ δοιαὶ ἀναῒσσουσι Ἰλ. Χ. 147· ― ἐν τῷ ἑνικ., καλλιρρόου ἔψαυσα π. Αἰσχύλ. Πέρσ. 202, πρβλ. 613. 2) μεταφορ., ἐπὶ δακρύων, πηγαὶ κλαυμάτων, δακρύων, ῥοαί, ῥεύματα..., Αἰσχύλ. Ἀγ. 888, Σοφ. Ἀντ. 803· καὶ ἀπολ., παρειὰν νοτίοις ἔτεγξε παγαῖς Αἰσχύλ. Πρ. 401, πρβλ. Εὐρ. Ἀλκ. 1068, κτλ.· οὕτω καί, πηγαὶ γάλακτος, βοτρύων Σοφ. Ἠλ. 895, Εὐρ. Κύκλ. 496· πόντου πηγαῖς, μὲ θαλάσσιον ὕδωρ, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 1039· τροφῆς πηγαὶ τῷ γενομένῳ, ἐπὶ τοῦ μητρικοῦ γάλακτος, Πλάτ. Μενέξ. 237Ε· παγαὶ πυρὸς Πινδ. Π. 1. 42. ΙΙ. κρήνη, πηγή, πηγαὶ ἡλίου, ἡ πηγὴ τοῦ φωτός, δηλ. ἡ ἀνατολή, Αἰσχύλ. Πρ. 809· οὕτω, πηγαὶ νυκτός, ἡ δύσις, Σοφ. Ἀποσπ. 655· ― ἐν τῷ ἑνικ., παγὰ ἐπέων Πινδ. Π. 4· ἐν τέλ.· πηγὴ πυρὸς Αἰσχύλ. Πρ. 110, Πλάτ. Τίμ. 79D· πηγὴ ἀργύρου, ἐπὶ τῶν ἀργυρείων μεταλλείων ἐν Λαυρείῳ, Αἰσχύλ. Πέρσ. 238· παγὰ δακρύων Σοφ. Τρ. 852· τῆς ἀκουούσης π. δι’ ὤτων, δηλ. τῆς αἰσθήσεως τῆς ἀκοῆς, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 1387· ἀπὸ μιᾶς ἀρχῆς καὶ πηγῆς Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 5, 9. 2) μεταφορ., ἡ πηγή, ἀρχή, ἀλλὰ μόνον ἐπὶ μεταφορ. σημασ. καὶ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ ἑνικ., πηγὴ κακῶν Αἰσχύλ. Πέρσ. 743· καλῶν Ξεν. Κύρ. 7. 2, 13· πηγὴ καὶ ἀρχὴ κινήσεως Πλάτ. Φαῖδρ. 245C· π. ἡδονῶν, τοῦ φρονεῖν, νοσημάτων, κτλ., Πλάτ., κλ.· ἀρχαὶ καὶ π. τῶν στάσεων Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 1, 7· βέβηκα π. εἰς ἐμάς, ἔχω ἐπανέλθει εἰς τὴν πηγὴν τῆς ὑπάρξεώς μου, Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 463.

English (Autenrieth)

only pl., sources.

English (Strong)

probably from πήγνυμι (through the idea of gushing plumply); a fount (literally or figuratively), i.e. source or supply (of water, blood, enjoyment) (not necessarily the original spring): fountain, well.

English (Thayer)

πηγῆς, ἡ, from Homer down, the Sept. chiefly for מַעְיָן, עַיִן, מָקור; a fountain, spring: in 12; ὕδατος ἁλλομένου, τῶν ὑδάτων, ζωῆς πηγαί ὑδάτων, ἡ πηγή τοῦ ὕδατος τῆς ζωῆς, ζωή, p. 274{a}); ἡ πηγή τοῦ αἵματος, a flow of blood, Mark 5:29.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ,και δωρ. τ. παγά Α
1. άνοιγμα γης από το οποίο αναβλύζει νερό, που προέρχεται από υπόγεια φυσική δεξαμενή
2. ο τόπος, ο χώρος από όπου προέρχεται κάτι (α. «πλουτοπαραγωγικές πηγές» β. «πηγή πετρελαίου» γ. «νέες πηγές δανεισμού» δ. «ἀργύρου πηγή» ε. «πρὸς ἡλίου πηγαῑς»)
3. η αρχή, η προέλευση ή η αιτία (α. «ἤτονε τσ' ἀρετῆς πηγή», Ερωτόκρ.
β. «πηγὴν τῆς ζωῆς καὶ θύραν παραδείσου», Εκκλ.
γ. «κακῶν πηγὴ πᾶσιν», Αισχύλ.)
4. υμενώδες διάστημα του κρανιακού κύτους, πριν από την πλήρη οστεοποίηση του, στα σημεία που ενώνονται οι ραφές τών οστών
νεοελλ.-μσν.
φρ. «Ζωοδόχος Πηγή» — προσωνυμία της Θεοτόκου
νεοελλ.
1. πρωτότυπο κείμενο ή αυθεντικό έγγραφο, σε αντιδιαστολή προς τις μελέτες και τα βοηθήματα, από τη μελέτη του οποίου επαληθεύονται γεγονότα και συνάγονται συμπεράσματα
2. στον πληθ. οι πηγές
γεωλ. συνεχείς ή περιοδικές φυσικές εμφανίσεις υπόγειων υδροφόρων οριζόντων στην επιφάνεια της Γης
3. (για πρόσ.) αυτός από τον οποίο προέρχεται μια πληροφορία, μια είδηση
4. φρ. α) «πηγή ενέργειας» — κάθε σύστημα που παρέχει ενέργεια υπό οποιαδήποτε μορφή (α. «πηγή θερμότητας» β. «φωτεινή πηγή» ή «πηγή φωτός» γ. «ραδιενεργός πηγή»)
β) «θερμές πηγές» — οι πηγές τών οποίων το νερό έχει θερμοκρασία ανώτερη από τη μέση ετήσια θερμοκρασία του τόπου στον οποίο αναβλύζουν
γ) «μεταλλικές πηγές» — οι πηγές τών οποίων το νερό είναι πλούσιο σε διαλυμένες ανόργανες ουσίες και αέρια
δ) «ιαματικές πηγές» — οι μεταλλικές πηγές τών οποίων το νερό χρησιμοποιείται για τη θεραπεία ορισμένων ασθενειών
ε) «πηγή μολύσματος»
(φυτοπαθολ.) κάθε υπόστρωμα ή τόπος όπου παράγεται και από ὁπου μεταδίδεται ένα μόλυσμα
μσν.-αρχ.
(για δάκρυα) ροή (α. «δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων», Κασσ. β. «ἴσχειν δ' οὐκέτι πηγὰς δύναμαι δακρύων», Σοφ.)
αρχ.
1. πληθ. αἱ πηγαί
οι κανθοί τών ὀφθαλμών, από ὁπου πηγάζουν τα δάκρυα
2. φρ. α) «πηγαὶ γάλακτος» — η ροή του γάλακτος, το να τρέχει το γάλα
β) «πηγαὶ μαστῶν» — το γάλα από τη θηλάζουσα γυναίκα
γ) «πηγαὶ βοτρύων» — το κρασί
δ) «πηγαί πόντου» — θαλασσινό νερό
ε) «πηγαὶ τροφῆς τῷ γεννωμένῳ» — το μητρικό γάλα
στ) «πηγαὶ Ἡλίου» — ο Νότος
ζ) «πηγαι Νυκτός» — ο Βορράς
η) «πυρὸς παγαί» — το ηφαίστειο
θ) «τῆς ἀκουούσης πηγῆς δι' ὤτων» — της αίσθησης της ακοής
ι) «πηγαὶ ἐμαί» — η αρχή της ύπαρξής μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση της λ. με το ρ. πήγνυμι (πρβλ. πηγυλίς «παγος», παγετός, πάγος) οφείλεται στο γεγονός ότι τα ονόματα της λ. πηγή σε πολλές ινδοευρωπαϊκές γλώσσες εκφράζουν την έννοια του πάγου, του ψύχους: αρχ. σλαβ. studenici, λιθουαν. šaltinis, ρωσ. studa (πρβλ. τον τ. που παραδίδει ο Ησύχιος «νίβα
χιόνα και κρήνη»). Βλ. και λ. Στύξ.

Greek Monotonic

πηγή: Δωρ. παγά, ἡ,
I. 1. συνήθως στον πληθ., λέγεται για τρεχούμενα νερά, για τα ποτάμια, σε Όμηρ. κ.λπ.· διακρίνεται από το κρουνὸς (πηγή ή το στόμιο του πηγαδιού), κρουνὼ δ' ἵκανον καλλιρρόω, ἔνθα δὲ πηγαὶ δοιαὶ ἀναΐσσουσι, σε Ομήρ. Ιλ.· στον ενικ., σε Αισχύλ.
2. μεταφ., ποτάμια από δάκρυα, πηγαὶ κλαυμάτων, δακρύων, στον ίδ., Σοφ.· ομοίως, πηγαὶ γάλακτος, σε Σοφ.· πόντου πηγαῖς, με θαλασσινό νερό, σε Ευρ.· παγαὶ πυρός, σε Πίνδ.
II. 1. κρήνη, νάμα, πηγή, πηγαὶ ἡλίου, πηγή φωτός, δηλ. η Ανατολή, σε Αισχύλ.· στον ενικ., λέγεται πηγὴ ἀργύρου, για τα μεταλλεία αργύρου στο Λαύριο, στον ίδ.· τῆς ἀκουούσης πηγῆς δι' ὤτων, δηλ. η αίσθηση της ακοής, σε Σοφ.
2. μεταφ., νάμα, πηγή, απαρχή, πηγὴ κακῶν, σε Αισχύλ.· ἡδονῶν, νοσημάτων, σε Πλάτ.

Middle Liddell

πηγη, δοριξ παγά, ἡ,
I. mostly in plural of running waters, streams, Hom., etc.; distinct from κρουνός (the spring or well-head), κρουνὼ δ' ἵκανον καλλιρρόω, ἔνθα δὲ πηγαὶ δοιαὶ ἀναΐσσουσι Il.:—in sg., Aesch.
2. metaph. streams, of tears, πηγαὶ κλαυμάτων, δακρύων Aesch., Soph.; so, πηγαὶ γάλακτος Soph.; πόντου πηγαῖς with sea- water, Eur.; παγαὶ πυρός Pind.
II. = κρήνη, a fount, source, πηγαὶ ἡλίου the fount of light, i. e. the East, Aesch.:—in sg., πηγὴ ἀργύρου, of the silver-mines at Laureion, Aesch.; τῆς ἀκουούσης πηγῆς δι' ὤτων, i. e. the sense of hearing, Soph.
2. metaph. the fount, source, origin, πηγὴ κακῶν Aesch.; ἡδονῶν, νοσημάτων Plat.

Frisk Etymology German

πηγή: {pēgḗ}
Forms: dor. παγά
Grammar: f.
Meaning: Quelle, bes. Springquelle (vgl. κρήνη m. Lit.), auch, bes. im Plur., Gewässer, Ströme (seit Il.).
Derivative: Davon die Demin. πηγίον (Pap. IIa), -ίδιον (Suid.); die Adj. -αῖος ‘zur Q. gehörig’ (ion. att.), -ιμαῖος ib. (Hdn. Epim.); das Verb -άζω, auch m. ἀνα-, κατα-, hervorquellen (Ph., AP), παγάσασθαι Aor. Inf. ‘in einer Q. baden’ (Dodona; sp.).
Etymology: Bildung wie πληγή, λήθη, ζωή u.a.; ohne sichere Erklärung. — Mit Hinweis auf die vielen Benennungen für Quelle aus kalt (z.B. aksl. studenьcь: studenъ, lit. šaltìnis: šáltas, νίβα [= νίφα· χιόνα, καλεῖται δὲ οὕτως καὶ κρήνη ἐν Θρᾴκῃ Phot.) von Grošelj Živa Ant. 4, 173 f. zu πήγνυμαι im Sinn von erstarren, gefrieren, πηγυλίς eiskalt (vgl. noch παγετώδης eiskalt, vom Wasser: παγετός Eis) gezogen; sehr erwägenswert. Vgl. auch zu Στύξ. Ält. Lit. m. abzulehnenden Deutungen bei Bq.
Page 2,525

Chinese

原文音譯:phg» 胚給
詞類次數:名詞(12)
原文字根:泉 相當於: (מָקֹור‎)
字義溯源:泉源^,泉,井,源頭,源流;或出自(πήγνυμι)=湧流)
出現次數:總共(12);可(1);約(3);雅(2);彼後(1);啓(5)
譯字彙編
1) 泉源(7) 雅3:11; 雅3:12; 彼後2:17; 啓7:17; 啓8:10; 啓14:7; 啓16:4;
2) 泉(2) 約4:14; 啓21:6;
3) 井(2) 約4:6; 約4:6;
4) 源頭(1) 可5:29

English (Woodhouse)

beginning, origin, root, source, spring, weeping, flood of tears, shower of tears, stream of tears, tears

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία της. Συνάπτεται χωρίς βεβαιότητα πρός τό πήγνυμι.
Παράγωγα: πηγάζω (=ἀναβλύζω), πηγαῖος, πηγίδιονπηγάδιον (ὑποκορ.), Πήγασος (=τό ἄλογο πού ξεπήδηξε ἀπό τό αἷμα τῆς Μέδουσας).

Translations

Afrikaans: bron; Albanian: burim; Arabic: عَيْن‎, يَنْبُوع‎; Moroccan Arabic: عْيْن‎; Aragonese: fuent; Armenian: աղբյուր, ակ, ակունք, ակունք; Assamese: উঁহ, পুং; Assyrian Neo-Aramaic: ܢܸܒ݂ܥܵܐ‎; Asturian: fonte, fuente; Atong: tyimuk; Avar: ицц; Azerbaijani: bulaq; Baluchi: چمگ‎; Bashkir: шишмә; Basque: iturri; Belarusian: жарало, крыні́ца; Bikol Central: burabod; Breton: eienenn eien, andon, mammenn; Bulgarian: извор; Catalan: font, deu; Cebuano: tubod; Chinese Mandarin: 泉, 源泉; Min Dong: 泉; Classical Nahuatl: āmēyalli; Czech: zřídlo, pramen; Danish: kilde; Dutch: bron, wel; Eastern Bontoc: fofon, ogwor; Esperanto: fonto; Estonian: allikas, läte, veesilm; Finnish: lähde; Franco-Provençal: font; French: source; Galician: fonte, manancial, manadeiro, gorgolo, xurre, rieiro, corga, troa, olleiro; Garo: chimik; Georgian: წყარო; German: Quelle; Greek: πηγή; Ancient Greek: πηγή, κρήνη; Hawaiian: puna; Hebrew: מַעְיָן‎; Higaonon: tubod; Hindi: चश्मा; Hungarian: forrás; Icelandic: lind, uppspretta, brunnur, vatnsrás; Ido: fonto; Ilocano: ubbog; Indonesian: mata air; Interlingua: fonte; Irish: foinse; Italian: fonte, sorgente; Japanese: 泉, 温泉; Kashaya: ʔahqʰa; Kazakh: бұлақ; Korean: 샘; Kurdish Central Kurdish: کانی‎; Laki: کەنی‎; Northern Kurdish: kanî, kehnî; Southern Kurdish: کیەنی‎; Kyrgyz: булак; Lao: ນ້ຳພຸ; Latgalian: olūts; Latin: scatebra, scaturgo; Latvian: avots; Lithuanian: šaltinis, versmė, verdenė; Lubuagan Kalinga: uud; Luxembourgish: Quell; Macedonian: извор, вруток; Malay: mata air; Maltese: nixxiegħa, għajn; Manchu: ᡧᡝᡵᡳ; Mansaka: tobod; Maori: puna, kōmanawa; Meänkieli: kaltio; Mòcheno: prunn; Middle English: spryng; Mongolian Cyrillic: булаг; Mongolian: ᠪᠤᠯᠠᠭ; Ngazidja Comorian: dzitso la madji; Norman: r'source; Norwegian Bokmål: kilde; Occitan: font; Ojibwe: dakib; Old French: fontaine; Persian: چشمه‎, خانی‎; Polish: źródło, zdrój, krynica; Portuguese: fonte, manancial; Quechua: pukyu; Romani: zvoro; Romanian: izvor; Russian: источник, ключ, родник, студенец; Sardinian: mitza; Scottish Gaelic: fuaran; Serbo-Croatian Cyrillic: ѝзвор; Roman: ìzvor; Sicilian: fonti, funti; Slovak: žriedlo, prameň; Slovene: izvír; Southern Kalinga: chagsi; Spanish: fuente, manantial, vertiente; Swahili: kisima; Swedish: källa; Tagalog: bukal, batis; Tajik: чашма; Tatar: чишмә; Thai: น้ำพุ; Tibetan: ཆུ་མིག; Tocharian B: ālme; Turkish: kaynak, pınar, bulak, memba; Turkmen: çeşme; Tuwali Ifugao: ob-ob, hobwak, otbol; Ugaritic: 𐎐𐎁𐎋; Ukrainian: джерело, криниця; Urdu: چشمہ‎; Uyghur: بۇلاق‎; Uzbek: buloq, chashma; Venetian: fontego, fóntego; Walloon: sourdant, sourdon, sourd, fontinne; Waray-Waray: burabod; Welsh: ffynnon; West Frisian: welle; Yagnobi: чишма; Yiddish: קוואַל‎, קרעניצע‎; Zazaki: çıme, çem