ἀναφέρω
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
English (LSJ)
poet. ἀμφέρω, fut. ἀνοίσω: aor. ἀνήνεγκα, Ion. ἀνήνεικα, also inf.
A ἀνοῖσαι Hdt.1.157:
I bring, carry up, [Κέρβερον] ἐξ Ἀΐδαο Od.11.625; ἐκ τῆς ἰλύος ψῆγμα ἀ. χρυσοῦ Hdt.4.195, cf. 3.102 (as v.l. for ἀναφορέω); ἀναφέρω τινὰ εἰς Ὄλυμπον, ἀναφέρω εἰς θεούς, X.Smp.8.30 (Pass.), Plu. Rom.28, etc.; in histor. writers, carry up the country, esp. into Central Asia, Hdt.6.30; raise up, εἰς τὸ ἄνω Hp.Art.37; ἀναφέρω πόδα lift it, E.Ph.1410:—Med., carry up to a place of safety, take with one, Hdt.3.148; remove one's goods, 8.32,36, etc.
b esp. carry up to the Acropolis, put by, of treasure, And.3.7, X.Vect.5.12, Aeschin.2.174, etc.
2 bring up, pour forth, of tears, ἑτοιμότερα γέλωτος ἀ. λίβη A.Ch.447; αἵματος πλῆθος ἀναφέρω spit up, Plu.Cleom.15; ἀναφέρω φωνάς, ἀναφέρω στεναγμούς, Id.2.433c, Alex.52:—Med., ἀνενείκασθαι, abs., fetch up a deep-drawn breath, heave a deep sigh, μνησάμενος δ' ἁδινῶς ἀνενείκατο Il.19.314; ἀνενεικάμενόν τε καὶ ἀναστενάξαντα Hdt.1.86 (where others, having recovered himself, come to himself, v. infr. 11.7): in Alex. Poets, utter, ἀνενείκατο μῦθον, φωνήν, A.R.3.463,635.
3 uphold, take upon one, ἄχθος A.Ch.841; κινδύνους Th.3.38; διαβολάς, πόλεμον, etc., Plb.1.36.3, 4.45.9, etc.; πολλῶν ἀναφέρω ἁμαρτίας LXX Is. 53.12, Ep.Heb.9.28.
4 offer in sacrifice, ib.7.27, 13.15, etc.: abs., make expiation or make compensation, GDI3537, al. (Cnidus).
5 raise up, yield, ἀρχαῖαι ἀρεταὶ ἀμφέροντ' ἀνδρῶν σθένος Pi.N.11.38.
6 intr., lead up, of a road, ἁμαξιτὸς εἰς τὸν Πειραιᾶ ἀ. X.HG 2.4.10, cf. Plb.8.29.1, Inscr.Prien.37.161.
II bring back or carry back, εἰς τοὔπισθεν ἀναφέρω πόδα E.Ph.1410: freq. in Prose, ἀναφέρω τὰς κώπας recover the oars (after pulling them through the water), Th.2.84; ἡ εἰρεσία ἀναφέρεται Plu.Demetr.53, Ant.26.
2 bring back tidings, report, παρά τινα Hdt.1.47; ἔς τινα Id.1.91, Th.5.28, etc.; τὰ ἐκ τῆς ἐκκλησίας ἀνενεγκόντες Decr. ap. D.18.75:—Pass., Hdt.1.141, al.
3 bring back from exile, Th.5.16.
4 carry back, trace one's family to an ancestor, τὸ Ἡρακλέους γένος εἰς Περσέα ἀναφέρεται Pl.Alc.1.120e; without γένος, ἀναφέρω εἰς Ἡρακλέα Id.Tht.175a.
5 refer a matter to another, βουλεύματα ἐς τὸ κοινόν Hdt.3.80; ἐς ἀφανὲς τὸν μῦθον ἀναφέρω Id.2.23; ἁμαρτίαν εἴς τινα ἀναφέρω ascribe E.Or.76, Ba.29, etc.; τῆς κηλῖδος εἰς ὑμᾶς ἀναφερομένης Antipho 3.3.11; τὴν αἰτίαν εἴς τινα Lys.22.8; rarely ἀναφέρω τί τινι E.Or.432, Lys.12.81; τι ἐπί τινα D.18.224, Aeschin. 3.215; τι ἐπί τι Pl.Phd.76d; τι πρός τι Arist.EN1101b19 (Pass.), al.; ποῖ δίκην ἀνοίσομεν; to whom shall we refer the judgement? E. Ion 253; τὴν ἀπόδοσιν εἴς τινα D.34.46:—Pass., to be attributed (of authorship), εἰς Μητρόδωρον Phld.Herc.1005.8; to be traced to, be derived from, ἐπί τι ib.1251.11.
6 Pass., refer to, of a statement, πρός τι Ps.-Alex.Aphr.in SE127.8.
b without acc., ἀναφέρω εἴς τινα refer or appeal to another, make reference to him, Hdt.3.71, Pl.Ap.20e; ἔς τινα περί τινος Hdt.1.157, 7.149; ἀναφέρω πρός τι refer to something as to a standard, Hp.VM9; ἐκεῖσε ἀ. Pl.R.484c, cf. Phdr.237d.
c report, μέτρα καὶ γειτνίας καὶ ἀξίας PTeb.14.11 (ii B.C.), etc.:—Pass., ib.10.3 (ii B.C.): abs., make a report, τινί PRyl.233.8 (ii A.D.), PFay. 129.8 (iii A.D.).
7 bring back, restore, πόλιν ἐκ πονήρων πραγμάτων Th.8.97; ἀναφέρω ἑαυτόν Ael.NA13.12:—Pass., come to oneself, recover, μόγις δὴ τότε ἀνενειχθεὶς εἶπε (v. supr.1.2) Hdt.1.116; ἄφωνος ἐγένετο, ἔπειτα πάλιν ἀνηνέχθη Theopomp.Com.66:—so,
b intr. in Act., come to oneself, recover, τῷ πόματι ἀνέφερον (sc. ἑαυτούς) Hdt.3.22, cf. Hp.Aph.2.43, D.16.31; ἐκ τραύματος D.H.4.67; ἐξ ὕπνων Plu. Cam.23; ἀνέφερέ τις ἐλπὶς ἀμυδρά revived, Id.Alc.38; ἐκ τοσούτων κυμάτων ἀνενεγκών Eun.Hist.p.227 D.
8 bring into account, εἰς τὸ κοινόν D.41.8, cf. 11, Philonid.1 D.; πρὸς ἣν [ἀρχὴν] αἱ πρόσοδοι ἀναφέρονται Arist.Pol.1321b32.
9 pay over, εἰς τὸ βασιλικόν PHib.50.2, cf. 42.5.
10 call to mind, consider, Pl.Lg.829e: also c. gen., App.Pun.93,112.
11 repeat, Pl.Ti.26a.
12 recall a likeness, ἀναφέρω πρὸς ἀνδριάντα τὴν ὁμοιότητα τῆς ἰδέας Plu.Brut.1, cf. 2.53d.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): poét. ἀμφ- Pi.N.11.38
• Morfología: [fut. ἀνοίσω, pero ἀνενεγκῶ PRyl.233.8 (II d.C.); aor. ἀνήνεγκαμεν And.3.7, ἀνένεικα Od.11.625, inf. ἀνοῖσαι Hdt.1.157, cret. ἀνενεκκῖν ICr.2.25.1.7 (Sulia III/IV d.C.); perf. part. ἀνηνεχυῖαν Hsch.]
A tr.
I c. mov. hacia arriba
1 en gener. sacar, subir, llevar o traer arriba (Κέρβερον) ἐξ Ἀΐδαο Od.11.625, ἐκ τῆς ἰλύος ψῆγμα Hdt.4.195, χίλια τάλαντα εἰς τὴν ἀκρόπολιν And.3.7, Aeschin.2.174
•subir, alzar ἔξωθεν δὲ τῆς ῥινὸς ... ἀμφιλαμβάνοντα τοῖσι δακτύλοισι ... ἀναφέρειν εἰς τὸ ἄνω Hp.Art.37, ἐπὶ τὸ τέγος ... τινας Men.Sam.45, αὐτοὺς εἰς ὄρος ὑψηλόν Eu.Matt.17.1
•en v. pas. ἡ δὲ ψάμμος ἡ ἀναφερομένη Hdt.3.102, πολλὰ χρήματα εἰς τὴν πόλιν ἀνενεχθέντα X.Vect.5.12 (pero εἰς ἀκρόπολιν ἀνενεχθῆναι deber al estado porque los nombres de los deudores eran inscritos en la acrópolis, D.58.19), Γανυμήδην ... ὑπὸ Διὸς εἰς Ὄλυμπον ἀνενεχθῆναι X.Smp.8.30
•tb. en v. med. subir sus propios bienes ἀπικόμενος δὲ ἐς αὐτὴν καὶ ἀνενεικάμενος τὰ ἔχων ἐξεχώρησε Hdt.3.148, ἐς τὸ Κωρύκιον ἄντρον ἀνηνείκαντο Hdt.8.36
•levantar τοὺς ὤμους ... ἀναφερομένους Chrys.M.57.263.
2 subir, llevar tierra adentro παρὰ βασιλέα Δαρεῖον ἐς Σοῦσα Hdt.6.30, ἐκ πόλεως Δαυιδ LXX 3Re.8.1.
3 de lágrimas, sangre derramar, echar ἑτοιμότερα γέλωτος ἀνέφερον λίβη A.Ch.447, αἵματος πλῆθος Plu.Cleom.15
•de sonidos emitir φωνὰς ... ἐνθουσιώδεις Plu.2.433c, βαρεῖς ... στεναγμούς Plu.Alex.52
•en v. med. λιγέως ἀνενείκατο μῦθον A.R.3.463, ἀδινὴν δ' ἀνενείκατο φωνήν A.R.3.635
•fig. producir ἀρχαῖαι δ' ἀρεταὶ ἀμφέροντ' ... ἀνδρῶν σθένος Pi.N.11.38.
II c. mov. hacia arriba fig.
1 en uso relig., c. ac. de sacrificios, ofrendas, etc. y a veces dat. o prep. + ac. del dios, etc. ofrendar, sacrificar ἑαυτόν Ep.Hebr.7.27, θυσίας LXX Le.17.5, θυσίας ... τῷ κυρίῳ LXX 1Es.5.49, 2Ma.3.35, ὕμνους ... τῷ εὐοδώσαντι LXX 2Ma.10.7, ὑπὲρ τῶν ἰδίων ἁμαρτιῶν θυσίας Ep.Hebr.7.27, ὁλοκαρπώσεις ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον LXX Ge.8.20, cf. Iust.Phil.Dial.118.2.
2 en uso gener. político, c. ac. de cosas o acciones diversas y c. iguales constr. pero referidas al estado, magistrados, etc. elevar, presentar ante, someter βουλεύματα ... ἐς τὸ κοινόν Hdt.3.80, una petición PCair.Isidor.76.2 (IV d.C.)
•raro de pers., en v. pas. εἴς τε τὴν τιμωρίαν ἀναφερόμενον Antipho Soph.B 44A.6.20
•dar cuenta, informar, hacer un informe τὰ ἐκ τῆς ἐκκλησίας Decr. en D.18.75, τοὺς λόγους ἔς τε τὰς ἀρχὰς καὶ τὸν δῆμον Th.5.28, τά τε μ[έτ] ρ[α] καὶ γειτνίας καὶ ἀξίας PTeb.14.11 (II a.C.)
•en v. pas. ἀναφερομένης ... ἐν ὑπολόγῳ γῆς tierra exenta de impuestos según el informe, PTeb.10.3 (II a.C.), esp. abs. ἀνενείκαντος δὲ τοῦ Ὀτάνεω Hdt.3.70, ἐς πλεῦνας Hdt.3.71, παρ' ἑωυτόν Hdt.1.47, εἰς τὴν βουλήν IUrb.Rom.341.15, ἀνήνεικαν ἐς Σάρδις llevaron (la respuesta) a Sardes Hdt.1.91, πρὸς τούσδε Pl.Ti.26a, πρὸς τὴν σύγκλητον Plu.Marc.5
•c. περί y gen. συμβουλῆς πέρι ἐς θεὸν ἀνοῖσαι Hdt.1.157, περὶ μὲν σπονδέων Hdt.7.149, περὶ τούτων πρὸς τὴν σύγκλητον Plu.Cam.7
•c. dat. περὶ πάντων ... τῷ βασιλεῖ D.S.15.41, περὶ αὐτοῦ τῷ ... ἡγεμόνι PFlor.33.9 (IV d.C.), Ἡρακλείῳ PRyl.233.8 (II d.C.), cf. PFay.129.8, τῷ βασιλεῖ Κονσταντίνῳ Ath.Al.Apol.Sec.65.1.
3 de impuestos, etc. pagar, ingresar εἰς τὸ βασιλικὸν ὀλυ(ρῶν) (ἀρτάβας) PHib.50.2 (III a.C.), τὸν σῖτον ... ὅσομ μὲν ἀνενηνόχασιν PHib.42.5 (III a.C.)
•en v. pas. ἀρχὴ πρὸς ἣν οἱ πρόσοδοι τῶν κοινῶν ἀναφέρονται Arist.Pol.1321b32
•abs. hacer un ingreso εἰς τὸ κοινόν D.41.8, cf. 11, τῷ δήμῳ Philonid.4a.
4 en gener., c. ac. de abstr. y dat. o prep. y ac. de pers. atribuir, hacer recaer sobre, hacer responsable ἐς Φοῖβον ... τὴν ἁμαρτίαν E.Or.76, cf. Ba.29, τὴν αἰτίαν εἰς ἐκείνους Lys.22.8, cf. Str.15.1.24, ἐπ' ἐκείνους ... τὰς τῶν δικαστηρίων γνώσεις D.18.224, cf. Aeschin.3.215, Pl.Phd.76d, τὸ Τροίας μῖσος ... πατρί E.Or.432, (φίλοι) οἷς τὰς ἀπολογίας ἀνοίσει amigos a los que invocará para su defensa Lys.12.81
•en v. pas. de atribuciones literarias τῶν εἰς Μητρόδωρον ἀναφερομένων Ὑποθηκῶν Phld.Epicur. en Herc.1005.8, <τὴν> εἰς αὐτὸν ἀναφερομένην Ἀστρολογίαν Plu.2.403a.
5 c. adv. o prep. y ac. neutr. o abstr. someter, sujetar a una norma o patrón, referir ποῖ δίκην ἀνοίσομεν ...; ¿a qué pauta referiremos la justicia? E.Io 253, cf. en v. pas. Arist.EN 1101b19
•abs. hacer referencia, remitir (οὔτε σταθμόν) πρὸς ὃ ἀναφέρων εἴσῃ τὸ ἀκριβές Hp.VM 9, εἰς ἀξιόχρεων ὑμῖν τὸν λέγοντα ἀνοίσω voy a remitiros a alguien de garantía que lo dice Pl.Ap.20e
•remitirse κἀκεῖσε ἀεὶ ἀναφέροντες Pl.R.484C, cf. Pl.Phdr.237d.
III c. idea de ‘hacia atrás’
1 llevar hacia atrás, hacer retroceder ἐς τοὔπισθεν ... πόδα E.Ph.1410, mar. el remo τὰς κώπας Th.2.84, en v. pas. τῆς εἰρεσίας ἀναφερομένης Plu.Demetr.53, cf. Ant.26.
2 hacer remontar ἡ μήτηρ ἀνέφερε τὸ γένος εἰς Ἄλαν Σερβίλιον Plu.Brut.1.
IV c. idea de ‘de nuevo’
1 hacer volver, traer del exilio Διὸς υἱοῦ ... τὸ σπέρμα ἐκ τῆς ἀλλοτρίας ἐς τὴν ἑαυτῶν ἀ. Th.5.16.
2 restaurar, devolver a su estado normal, llevar de nuevo πόλιν ἐκ πονηρῶν τῶν πραγμάτων Th.8.97, πρὸς ἐλευθερίαν τὸν δῆμον ἀνενεγκεῖν Memn.40.3.
3 reconfortar, reanimar λυπούμενον Ἡρακλῆς Ach.Tat.3.8.5, ἑαυτούς Ael.NA 13.12.
4 reconsiderar, recordar, traer a la memoria, evocar τὰς πράξεις Isoc.5.32, Σατο[ρνῖ] λον PUniv.Giss.21.10 (II d.C.), ὥσπερ δι' ὀνείρων ἀμαυρὸν αὐτῶν τὸ εἶδος ἀ. Hom.Clem.M.2.308C
•c. gen. τῶν κακῶν App.BC 1.121, ὧν ὑπ' ἀνάγκης ἠδικήθη ..., νῦν ἀναφέρειν App.Pun.93, cf. 112
•abs. Pl.Lg.829e, Plu.2.607e.
5 reproducir, tener un parecido ἀναφέρειν ἐνίους πρὸς τὸν ἀνδριάντα τοῦ Βρούτου τὴν ὁμοιότητα τῆς ἰδέας que algunos (de la familia) tenían semejanza de aspecto con la estatua de Bruto Posidon.256.
V sin mov. llevar encima, sobrellevar, soportar τοὺς κινδύνους Th.3.38, διαβολάς Plb.1.36.3, πόλεμον Plb.4.45.9, τὰς ἁμαρτίας LXX Is.53.12, Ep.Hebr.9.28, Ath.Al.M.26.144A.
B intr.
I 1de un camino subir, dirigirse hacia arriba τὴν εἰς τὸν Πειραιᾶ ἁμαξιτὸν ἀναφέρουσαν X.HG 2.4.10, τὴν πλατεῖαν τὴν ἀπὸ τῆς Βαθείας ἀναφέρουσαν Plb.8.29.1, φάραγξ ἁ ἀναφέρουσα παρὰ τὰ ἐργάσιμα IPr.37.161
•astr. en v. med. elevarse sobre el horizonte, ascender Plb.9.15.8, Hypsicl.80
•en gener., en v. med. elevarse, ascender τὰ ἀναφερόμενα θερμὰ ἐκ τοῦ ὕδατος Arist.Cael.313a23, εἰς τὸν οὐρανόν Eu.Luc.24.51, cf. Plu.Num.2, Ath.Al.M.26.932A
•fig. ascender, pasar de un estado a otro superior ἐκ μὲν ἀνθρώπων εἰς ἥρωας ... ἀναφέρεσθαι Plu.Rom.28, cf. Chrys.M.58.533.
2 en v. med. exhalar suspiros, hablar entre sollozos μνησάμενος δ' ἁδινῶς ἀνενείκατο Il.19.314, ἀνενεικάμενόν τε καὶ ἀναστενάξαντα Hdt.1.86, πολλάκις δὲ ἀναφερόμενον Pl.Ax.365a, ἀνεφερόμην ... ἀναμνησθεὶς Πλάτωνος D.Chr.36.29
•respirar entrecortadamente al recobrarse del llanto, esp. de los niños, Gal.19.80.
II en v. med.
1 inscribirse, alistarse en el ejército ἀναφερόμενος ἦν ἐν Παννωνίας ἀνωτέρας IGLS 523 (Siria IV d.C.), στρατι[ώτ] ης ἀναφερό[μενος] ἐν κάστροις Διον[υ] σιάδος PGen.48.2 (IV d.C.).
2 referirse ἐπὶ τὰς περὶ τούτων ἀταραξίας Phld.Herc.1251.11.14, πρὸς τοὺς κακῶς λύοντας Alex.Aphr.in SE 127.8, εἰς αὐτὸν ἀναφέρεται ... ἡ ἄμπελος Meth.Symp.10.5.
III 1remontarse προγόνων ... ἀναφερόντων εἰς Ἡρακλέα Pl.Tht.175a, en v. med. τὸ δ' Ἡρακλέους τε γένος ... εἰς Περσέα ... ἀναφέρεται Pl.Alc.1.120e.
2 en v. med. originarse, proceder ἐκ γὰρ ταύτης ᾗπερ ἐκ πηγῆς ... ἀναφέρεσθαι pues (sucede que) de ella proceden como de una fuente (todos los designios), Plb.6.2.10.
IV volver en sí, recobrarse τῶ πόματι ἀνέφερον Hdt.3.22, cf. Hp.Aph.2.43, D.16.31, ἐκ τοῦ τραύματος D.H.4.67, ἐκ τῶν ὕπνων Plu.Cam.23, ἐκ τοσούτων ... κυμάτων Eun.Hist.p.227
•fig. revivir ἐκ τῶν παρόντων ἀνέφερε τις ἐλπὶς ἀμυδρά Plu.Alc.38
•en v. med.-pas. ἐπὶ χρόνον ἄφθογγος ἦν· μόγις δὲ δή κοτε ἀνενειχθείς Hdt.1.116, cf. Theopomp.Com.66, Men.Fr.369, Sic.368.
German (Pape)
[Seite 213] (s. φέρω), 1) herauftragen, heraufbringen, Od. 11, 625 τὸν μὲν ἐγὼν ἀνένεικα καὶ ἤγαγον ἐξ Ἀίδαο, den Hund; παρὰ βασιλῆα, zum König nach Hochasien (vgl. ἀναβαίνω), Her. 6, 30; ψάμμος ἀναφερομένη, Sand, der aus den Minen herausgeworfen, 6, 102; χίλια τάλαντα εἰς τὴν ἀκρόπολιν Andoc. 3, 7. Von der Straße, εἰς τὸν Πειραιᾶ Xen. Hell. 2, 4, 10; ἀναφέρει ἐπὶ τὴν ἀγοράν, sie führt hinauf, Pol. 8, 31. – Pass., vom Aufgehen der Sterne, Id. 9, 15, 8; vom Aufsteigen des Rauches, Arist.; τὰς κώπας, die Ruder in die Höhe bringen, Thuc. 2, 84; danach ἡ εἰρεσία ἀναφέρεται Plut. Ant. 24; Demetr. 53. – Auch αἷμα, Blut aufhusten, auswerfen, Cleom. 15; στεναγμούς, Seufzer ausstoßen, Alex. 52; ἀναφέρει τι χρῶμα, es zeigt eine Farbe, nimmt sie an, Phoc. 28. – Med., ἀνενείκατο, Il. 19, 314, vom tief aus der Brust herausgeholten Seufzer und schweren Aufathmen; bei Her. 1, 86 neben ἀναστενάξαντα. Buttm. Lexil. I p. 263 f vergleicht auch Her. 1, 116, ἀνενειχθείς, nachdem er sich gesammelt hatte; sp. D. haben diese Vrbdg vom lauten Ausrufen verstanden, u. verb. μῦθον ἀνενείκατο, Ap. Rh. 3, 463; Col. 170; φωνήν Theocr. 23, 18. – Sonst: für sich in Sicherheit bringen, Her. 3, 148. 8, 36, wo Andere »sich zurückziehen« erklären; – emporheben, τὴν ψυχὴν ἀναφερόμενος, animo elato, Plut. an seni ger. resp. 6; aus dem Schlafe aufwecken, ἐξ ὕπνων Plut.; ἐκ μέθης Luc.; aus dem Dunkel hervorholen, loben, ἀρεταὶ ἀμφέρονται Pind. N. 11, 38; im Gedächtniß erhalten, Isocr. 5, 32; μνημονεύειν καὶ ἀναφ. Plut. exil. extr.; vgl. Cat. min. 49; App.; – wiederholen, Plut. de Εἰ ap. Delph. 8; ὁμοιότητα, wie referre similitudinem, Discr. ad. et am. 12; vgl. Conj. praec. p. 416. – Pass., emporgehoben werden, emporkommen, Plat. Ax. 365 a; Pol. 9, 15; Plut. Rom. 28. – 2) auf sich nehmen, ertragen. κινδύνους Thuc. 3, 38; φθόνους καὶ διαβολάς, πόλεμον, Pol. 1, 36. 4, 59; D. Hal., N. T. – 3) zurückführen, τὸ γένος εἴς τινα, seine Abkunft von Einem herleiten, Plat. Alc. I, 120 e; vgl. Herod. 2, 3, 9; ohne γένος, Plat. Theaet. 175 a; sichberufen auf, εἰς τοὺς πολλούς, εἰς τοὺς διδασκάλους, Alc. I, 110 e 112 d; εἰς ἀξιόχρεων ὑμῖν τὸν λέγοντα ἀνοίσω, ich werdemich auf ihn berufen, Apol. 20 e; auf etwas beziehen, ἀποβλέποντες κἀκεῖσε ἀναφέροντες Rep. VI, 484 c; εἰς ἃ ἀναφέρεται πάντα Crat. 424 d; ἀναφέρεται ἐπί τι, Arist. oft, z. B. Physiogn. 6; dah. zuschreiben, εἰς Φοῖβον τὴν ἁμαρτίαν Eur. Or. 76 Bacch. 29 und öfter; αἰτίαν εἴς τινα, Lys. 12, 28. 22, 8; ebenso ἀπολογίαν 12, 64; τὸ μὲν εἰς ἀλλήλους ἀναφέρετε, ihr klagt einander an, Dem. 28, 9; αἰτίαν ἐπί τινα, 10, 35; vgl. 18, 224. – 4) wie referre, Bericht erstatten, melden, Gegensatz κρύπτω, Soph. Ant. 272; Eur. Phoen. 1722; τὰ θεο πρόπια ἀνενειχθέντα Her. 1, 54; οἱ δὲ ἀνήνεικαν εἰς Σάρδις καὶ ἀπήγγειλαν τῷ Κροίσῳ 1, 91, u. öfter; zum Vortrag bringen, darauf antragen, περὶ σπονδέων ἀνοίσειν ἐς τοὺς πλεῦνας, βουλεύματα εἰς τὸ κοινόν Her. 7, 149; 3, 80; ἀναφέρειν τῷδήμῳ περὶ διαλύσεως Pol. 15, 8; Dion. Hal. 10, 54; λόγον, rationem reddere, Lys. 30, 5. – 5) eintragen, einbringen, Xen. Vect. 5, 12. – 6) intr., zu sich kommen, sich erholen, Her. 3, 22 (wie das pass. gebraucht ist 1, 116; vgl. ἄφωνος ἐγένετο· εἶτα πάλιν ἀνηνέχθη Theop. com. bei Eust. zu Od. 8, 393, der ἀνέπνευσε erkl.); ἐὰν δὲ ἀνενέγκωσιν οἱ Θηβαῖοι καὶ σωθῶσιν Dem. 16, 31; ἐκ τῆς πληγῆς ἀναφέρων Plut. Rom. 18; vgl. Pomp. 53, wohin auch ἀνέφερον καὶ περιῆσαν D. Hal. 9, 57, und das unter 1) aufgeführte ἐκ μέθης, ἐξ ὕπνου gezogen werden kann, s. auch ἀνέφερέ τις ἐλπὶς ἀμυδρά Plut. Alc. 38. – 7) überlegen, erwägen, Plat. Legg. VIII, 829 e.
French (Bailly abrégé)
f. ἀνοίσω, ao. ἀνήνεγκα, etc.
I. (ἀνά, en haut);
1 porter en haut, faire monter : κύνα ἐς Ἀίδαο OD faire remonter Cerbère du fond des enfers ; ἁμαξιτὸς εἰς τὸν Πειραῖα ἀναφέρει XÉN le chemin monte au Pirée;
2 à Athènes, porter en haut, càd dans l'Acropole (où se trouvait le trésor public) l'argent des contributions : ἀν. εἰς τὴν ἀκρόπολιν ESCHN monter verser les contributions à l'Acropole ; Pass. être acquitté, être payé;
3 transporter dans l'Asie centrale;
4 lever : τὰς κώπας THC relever les rames (au-dessus de l'eau pour les amener en arrière);
5 rejeter par en haut : αἷμα ἀν. PLUT vomir ou cracher du sang;
6 fig. relever : ἐκ πονηρῶν πραγμάτων τὴν πόλιν THC relever la cité de ses désastres ; ἀν. ἑαυτόν ÉL relever ses propres affaires, se relever ; Pass. se remettre, recouvrer ses sens, son calme ; intr. en appar. (s.e. ἑαυτόν) : ἀναφέρειν ἐκ πληγῆς PLUT se remettre d'un coup ; abs. ἀναφέρειν se remettre ; ἀνέφερέ τις ἐλπίς PLUT qqe espoir renaissait;
7 prendre sur soi ; porter le poids de : ἄχθος ESCHL, κινδύνους THC supporter le poids d'une douleur, de dangers;
II. (ἀνά, en arrière);
1 porter en arrière;
2 rapporter (des paroles, une réponse);
3 en référer à : εἴς τινα PLAT à qqn;
4 reporter jusqu'à, faire remonter à ; imputer, attribuer : τὴν αἰτίαν εἴς τινα LYS la cause (de qch) à qqn ; τι ἐπί τινα, τί τινι EUR qch à qqn;
5 rappeler (de l'exil) ; fig. ramener dans l'esprit (un souvenir, une ressemblance, etc.) ; ramener dans son esprit, se souvenir de;
Moy. ἀναφέρομαι (ao. ἀνενεικάμην);
1 emmener en lieu sûr, dans l'intérieur (d'un pays);
2 (à l'ao. ἀνενείκασθαι) pousser un soupir, un gémissement;
3 se remettre, reprendre ses sens;
NT: offrir un sacrifice ; porter, supporter ; enlever.
Étymologie: ἀνά, φέρω.
Russian (Dvoretsky)
ἀναφέρω: поэт. ἀμφέρω (fut. ἀνοίσω, aor. ἀνήνεγκα)
1 выносить наверх (κύνα ἐξ Ἀϊδάω Hom.);
2 возносить, поднимать (τινὰ εἰς Ὄλυμπον Xen.): ἀ. κώπας Thuc., Arst.; грести; εἰρεσία ἀναφερομένη Plut. мерное движение весел; pass. (о небесных светилах) восходить (ἐν τῇ νυκτί Polyb.);
3 добывать, извлекать (ψῆγμα χρυσοῦ ἐκ τῆς ἰλύος, ψάμμος ἀναφερομένη Her.);
4 выделять, извергать (αἵματος πλῆθος ἀνενεγκεῖν Plut.): ἀ. λίβη Aesch. лить слезы;
5 показывать, обнаруживать (τι κέντρον Plut.; ἀρεταὶ ἀμφέρονται Pind.): νεκρῶδες χρῶμα ἀ. Plut. принимать мертвенный цвет;
6 (вверх или вглубь страны), вести, привозить, доставлять (τι παρὰ βασιλέα ἐς Σοῦσα Her.; ἡ εἰς τὸν Πειραιᾶ ἁμαξιτὸς ἀναφέρουσα Xen.);
7 выносить, переносить, выдерживать (ἄχθος δειματοσταγές Aesch.; κινδύνους Thuc.; πόλεμον Polyb.);
8 отводить или относить назад, отставлять (λαιὸν πόδα εἰς τοὔπισθεν Her.);
9 доносить, сообщать (παρά и ἔς τινα Her.; τοὺς λόγους ἐς τὸν δῆμον Thuc.);
10 обращаться, запрашивать: περί τινος ἀνῷσαι ἔς τινα Her. и τινι Diod. запросить кого-л. о чем-л.; ἐς τὸ κοινὸν ἀ. τι Her. передавать на решение или докладывать общему собранию (народа); ποῖ δίκην ἀνοίσομεν; Eur. где нам искать справедливости?;
11 издавать, произносить, испускать (βαρεῖς στεναγμούς Plut.): οὕτω ἀνενεικατο φωνάν Theocr. (v.l.) она сказала следующее;
12 вздыхать: ἀνενείκατο φώνησέν τε Hom. он вздохнул и сказал;
13 (о налогах и т. п.) вносить, уплачивать (χίλια τάλαντα νομίσματος εἰς τὴν Ἀκρόπολιν Aeschin.; αἱ πρόσοδοι ἀναφέρονται Arst.);
14 давать оправиться, приводить в себя; подкреплять, ободрять (τὴν πόλιν ἐκ πονηρῶν πραγμάτων Thuc.): ἀνέφερέ τις ἐλπίς Plut. теплилась кое-какая надежда;
15 тж. med.-pass. приходить в себя, (п)оправляться (ἐκ τῶν τραυμάτων Plut.): τῷ πόματι ἀ. подкреплять себя иапитком, т. е. вином; ἀ. ἐκ μέθης Luc. протрезвляться; ἀνενειχθεὶς εἶπε Her. прийдя в себя, он сказал; ἀνενεγκὼν τῷ φρονήματι или τὴν ψυχὴν ἀναφερόμενος Plut. воспрянув духом;
16 ссылаться (εἰς τὸν ἀξιόχρεων λέγοντα Plat.);
17 возводить, относить (τὸ γένος τινὸς εἴς τινα Plat.): ἀ. εἰς Ἡρακλέα Plat. возводить (чей-л.) род к Гераклу;
18 приписывать, вменять (τί τινι Eur., Lys. и τι ἐπί τινα Aesch., Dem.; βιβλίον τι εἴς τινα Plut.; τὴν αἰτίαν εἴς τινα ἀ. Lys.);
19 возвращать (τινὰς ἐκ τῆς ἀλλοτρίας ἐς τὴν ἑαυτῶν, sc. χώραν Thuc.);
20 воспроизводить (τὴν ὁμοιότητά τινος Plut.): ἀ. τι ἑαυτῷ τῷ λόγῳ Plat. часто обдумывать что-л.; ἀνοιστέον πρὸς αὑτούς Plut. нужно всегда иметь в виду;
21 приносить в жертву (τινά, θυσίας NT).
Greek (Liddell-Scott)
ἀναφέρω: ποιητ. ἀμφέρω: μέλλ. ἀνοίσω: ἀόρ. ἀνήνεγκα, Ἰων. ἀνήνεικα, ὡσαύτως ἄνῳσα Ἡρόδ. 1. 157: (ἴδε φέρω). Ι. φέρω ἢ φέρω ἐπάνω, «τὸν μὲν (τὸν Κέρβερον δηλ.) ἐγὼν ἀνένεικα καὶ ἤγαγον ἐξ Ἀΐδαο» Ὀδ. Λ. 625· ἐκ τῆς ἰλύος ψῆγμα ἀναφέρουσι χρυσοῦ Ἡρόδ. 4. 195, πρβλ. 6. 102· ἀν. τινὰ εἰς Ὄλυμπον, εἰς τοὺς θεοὺς Ξεν. Συμπ. 8. 30, Πλούτ., κτλ: - παρ’ ἱστορικοῖς συγγραφεῦσι, φέρω εἰς τὰ ἐνδότερα τῆς χώρας, ἰδίως εἰς τὸ ἐσωτερικὸν τῆς Ἀσίας, Ἡρόδ. 6. 30 (πρβλ. ἀνάβασις Ι. 2): ἀνεγείρω, εἰς τὸ ἄνω Ἱππ. π. Ἄρθρ. 802: - Μέσ., λαμβάνω, κομίζω τι μετ’ ἐμαυτοῦ, καὶ ἀνενεικάμενος τὰ ἔχων ἐξεχώρησε Ἡρόδ. 3. 148· φέρω μετ’ ἐμοῦ εἰς τόπον ἀσφαλῆ, ἐς τὴν δὴ ἀνηνείκαντο (τὰ χρήματα) καὶ αὐτοὶ ἀνέβησαν 8. 32, 36, κτλ. 2) ἀφίνω ν’ ἀναβαίνῃ τι, χύνω, ἐπὶ δακρύων, ἑτοιμότερα γέλωτος ἀνέφερον λίβη Αἰσχύλ. Χο. 447· ἐξεμῶ, «ξερνῶ», αἵματος πλῆθος ἀνενεγκεῖν Πλουτ. Κλεομ. 15· ἀναπέμπω, ἐκπέμπω, «βγάζω», ἀν. φωνάς, στεναγμοὺς αὐτόθι κτλ.: - Μέσ., ἀνενείκασθαι, ἀπόλ., ἐκπέμπω βαθείαν ἀναπνοήν, οἰονεὶ βαθὺν στεναγμόν, μνησάμενος δ’ ἁδινῶς ἀνενείκατο, «πολὺ ἤγαγε πνεῦμα, οἱονεὶ ἀνεστέναξεν» (Σχόλ.), Ἰλ. Τ. πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ.: - ἀνενεικάμενόν τε καὶ ἀναστενάξαντα Ἡρόδ. 1. 86 (ἔνθα ἄλλοι ἑρμηνεύουσιν, ἀφοῦ συνῆλθεν, ἀφοῦ ἦλθεν εἰς ἑαυτόν, ἴδε κατωτέρ. ΙΙ. 6): παρ’ Ἀλεξανδρ. ποιηταῖς, = προφέρω, ἐκπέμπω, ἀνενείκατο φωνάν, μῦθον, Θεόκρ. 23.18, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 463.
3) σηκώνω, βαστάζω, ὑπομένω, Λατ. sustinere, ἄχθος Αἰσχύλ. Χο. 841· κινδύνους Θοκυ. 3. 38· πόλεμον, διαβολάς, κτλ., Πολύβ., κτλ.· πολλῶν ἀν. ἁμαρτίας Ἑβδ. (Ἡσαΐ. νγ΄, 12), Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. θ΄, 28.
4) προσφέρω, συνεισφέρω, εἰς τὸ κοινὸν Δημ. 1030. 13: ὑπομένω, ὑφίσταμαι τὴν τιμωρίαν, «ἅπαξ προσενεχθεὶς εἰς τὸ πολλῶν ἀνενεγκεῖν ἁμαρτίας» πρὸς Ἑβρ. η΄, 27., ιγ΄, 15, κτλ.: - ἀπολ., ἴσως, = ἐξιλάσκομαι, ποιῶ ἐξιλασμόν, Ἐπιγρ. παρὰ Newton 82, 83, 88, κτλ.
5) ἀμετάβ., ἐπὶ ὁδοῦ, κατὰ τὴν εἰς Πειραιᾶ ἁμαξιτὸν ἀναφέρουσαν Ξεν. Ἑλλ. 2, 4, 10, πρβλ. Πολύβ. 8, 31 1.
ΙΙ. φέρω, ἐπαναφέρω, ἀρχαῖαι δ’ ἀρεταὶ ἀμφέροντ’ ἀλλασσόμεναι Πινδ. Ν. 11. 49, (μέσως) ἐπανέρχονται, ἀναλάμπουσι πάλιν· - ἀνασηκώνω· λαιὸν μὲν εἰς τοὔπισθεν ἀμφέρει πόδα, ἀναστρέφει πρὸς τὰ ὀπίσω προσποιηθεὶς πρὸς στιγμὴν ὅτι θὰ ἀποχωρήσῃ τῆς μάχης, Εὐρ. Φοίν. 1410· συχν. παρὰ πεζοῖς, καὶ τὰς κώπας ἀδύνατοι ὄντες ἐν κλυδωνίῳ ἀναφέρειν, ἐξάγειν αὐτὰς ἐκ τῆς θαλάσσης κατὰ τὴν εἰρεσίαν, Θουκ. 2. 84· οὕτως, ἡ εἰρεσία ἀναφέρεται Πλουτ. Δημ. 53, Ἀντών. 24.
2) ἀναγγέλλω, ἀναφέρω, ὡς καὶ νῦν, Λατ. renuntiare, ἄσσα δ’ ἂν ἕκαστα τῶν χρηστηρίων θεσπίσῃ .. ἀναφέρειν παρ’ ἑωυτόν, νὰ ἀναγγείλωσιν εἰς αὐτόν, «νὰ τοῦ τὰ ἀναφέρουν», Ἡρόδ. 1. 47. ἔς τινα ὁ αὐτ. 1. 91, Θουκ. 5. 28, κτλ.· τὰ ἐκ τῆς ἐκκλησίας ἀνενεγκόντες Ψήφισμ. παρὰ Δημ. 250. 12: - Παθ., Ἡρόδ. 1. 141, καὶ ἀλλ.: - Μέσ., χρησιμεύω ὡς κατάσκοπος, Εὐσ. Ἱ. Ἐκκλ. 6. 5, 3., 8. 4, 3.
3) ἐπαναφέρω, ἐκ τῆς ἐξορίας, Θουκ. 5. 16.
4) ἀνιχνεύων εὑρίσκω τὸν προπάτορα τῆς οἰκογενείας, ἀναφέρω, ἀνάγω, τὸ Ἡρακλέους γένος εἰς Περσέα ἀναφέρεται Πλάτ. Ἀλκ. Ι. 120Ε· ἀλλ’ ὡσαύτως ἄνευ τοῦ γένος, ἀν. εἰς Ἡρακλέα ὁ αὐτ. Θεαίτ. 175Α.
5) ἀναφέρω τι εἴς τινα, φέρω τι ἐνώπιόν τινος, βουλεύματα δὲ πάντα ἐς τὸ κοινὸν ἀναφέρει Ἡρόδ. 3. 80· ὁ δὲ περὶ τοῦ Ὠκεανοῦ λέξας, ἐς ἀφανὲς τὸν μῦθον ἀνενείκας, οὐκ ἔχει ἔλεγχον ὁ αὐτ. 2. 23· ἀποδίδω, ἁμαρτίαν εἴς τινα ἀν. Εὐρ. Ὀρ. 76, Βάκχ. 29, κτλ.· ἀναφ. κηλῖδα εἴς τινα Ἀντιφῶν 123. 42· τὴν αἰτίαν εἴς τινα Λυσ. 164. 42· σπανίως ἀν. τί τινι Εὐρ. Ὀρ. 432, Λυσ. 127. 33· τι ἐπί τινα Δημ. 302. 28, Αἰσχίν. 84. 36· τι ἐπί τι Πλάτ. Φαίδων 76D· τι πρός τι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 12, 5, καὶ ἀλλ.· ποῖ δίκην ἀνοίσομεν; εἰς τίνα νὰ ἀναφέρωμεν τὴν κρίσην, Εὐρ. Ἴων 253.
β) ἄνευ αἰτ., ἀν. εἴς τινα, ποιῶ τι γνωστὸν εἴς τινα, ἀναφέρω τι εἴς τινα ὅπως εἴπῃ τὴν γνώμην αὐτοῦ, ἐπεί τε ὑμῖν ἀναφέρειν ἐς πλεῦνας ἐδόκεε, ἀφοῦ ὑμεῖς ἐκρίνατε εὔλογον ν’ ἀναφέρητε τὸ πρᾶγμα εἰς πλείονας, Ἡρόδ. 3. 71, Πλάτ. Ἀπολ. 20Ε, Δημ. 920, 26· εἴς τινα περί τινος Ἡρόδ. 1. 157., 7. 149· ἀν. πρός τι, ὡς εἰς πρότυπον ἢ παράδειγμα, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 11: - ἐπὶ πραγμάτων, ἀν. εἴς τι, ἔχειν σχέσεις πρός τι, Πλάτ. Πολ. 484C, πρβλ. Φαῖδρ. 237D
6) ἐπαναφέρω τι εἰς τὴν προτέραν (καλὴν) κατάστασιν, ἀνορθῶ, καὶ ἐκ πονήρων τῶν πραγμάτων γενομένων τοῦτο πρῶτον ἀνήνεγκε τὴν πόλιν Θουκ. 8. 97· ἀν. ἑαυτὸν Αἰλ. π. Ζ. 13. 12: - καὶ ἐν τῷ παθ., ἀναλαμβάνω, ἔρχομαι εἰς ἐμαυτόν, μόγις δὲ δή κοτε ἀνενειχθεὶς εἶπε (ἴδε ἀνωτ. 1. 2) Ἡρόδ. 1. 116· ἄφωνος ἐγένετο, ἔπειτα πάλιν ἀνηνέχθη Θεόπομπ. Κωμ. Ἄδηλ. 12: - οὕτω,
β) ἀμετάβ. ἐν ἐνεργ. φωνῇ, συνέρχομαι, ἀναλαμβάνω, τῷ πόματι ἀνέφερον (ἐνν. ἑαυτοὺς) Ἡρόδ. 3. 22, πρβλ. Ἱππ. Ἀφ. 1246, Δημ. 210. 15· ἐκ τραύματος Διον. Ἁλ. 4. 67· ἐξ ὕπνων Πλουτ. Κάμ. 23· ἀνέφερέ τις ἐλπὶς ἀμυδρὰ ἐκ τῶν παρόντων, ἀνέφαινεν, ὁ αὐτ. Ἀλκ. 38· ἴδε σημ. Κορ. Πλουτ. Β. Π. τόμ. 2. σ. 372.
7) παθ. εἰσκομίζομαι, εἰσέρχομαι, πάνυ πολλὰ χρήματα εἰς τὴν πόλιν ἀνενεχθέντα Ξεν. Πόρ. 5. 12· πληρώνω ἢ ἐπιστρέφω τι ὡς πληρωθέν, δίδω αὐτὸ ὀπίσω, οὔτ’ ἐκείνῳ διέλυσεν οὔτε νῦν εἰς τὸ κοινὸν ἀνενήνοχεν Δημ. 1030. 13, πρβλ. 1031. 9. 11· πρὸς ἣν [ἀρχὴν] αἱ πρόσοδοι ἀναφέρονται Ἀριστ. Πολ. 6. 8, 6. 8) φέρω εἰς τὸν νοῦν μου, θεωρῶ, ἐξετάζω, χρὴ δὲ ἀναφέρειν παραδεικνύντα ἑαυτῷ τὸν νομοθέτην τῷ λόγῳ Πλάτ. Νόμ. 829Ε· ἐνθυμοῦμαι, Οὐυττεμβ. Πλουτ. 2. 126F.
9) ἐπαναλαμβάνω, Πλάτ. Τίμ. 26Α.
10) παραβάλλω τι πρός τι ὡς ὅμοιον, παραλληλίζω, «καὶ τῶν γε καθ’ αὑτὸν ἐκ τῆς οἰκίας γεγονότων ἐπιφανῶν ἀνδρῶν ἀναφέρειν ἐνίους πρὸς τὸν ἀνδριάντα τοῦ Βρούτου τὴν ὁμοιότητα τῆς ἰδέας» Πλουτ. Βροῦτ. 1: - παριστάνω, εἰκονίζω, ὁ αὐτ. 2. 65Β.
English (Autenrieth)
only aor. act. ἀνένεικα, mid. ἀνενείκατο: bring up; mid., fetch a deep sigh, Il. 19.314.
English (Slater)
English (Strong)
from ἀνά and φέρω; to take up (literally or figuratively): bear, bring (carry, lead) up, offer (up).
English (Thayer)
future ἀνοίσω (ἀνήνεγκα; 2nd aorist ἀνήνεγκον; (see references under the word φέρω; imperfect passive ἀνεφερομην; from Homer down);
1. to carry or bring up, to lead up; men to a higher place: Tdf. omits; WH reject the clause). ἀναφέρειν τάς ἁμαρτίας ἐπί τό ξύλον, Winer's Grammar, 428f (399))).
2. to prat upon the altar, to bring to the altar, to offer (the Sept. for הֶעֱלָה of presentation as a priestly Acts, cf. Kurtz on Hebrew, p. 154 f), θυσίας, θυσίαν, etc. (ἐπί τό θυσιαστήριον added, ἑαυτόν, T Tr marginal reading WH marginal reading προσενέγκας). Cf. Kurtz as above
3. to lift up on oneself, to take upon oneself, i. e. to place on oneself anything as a load to be upborne, to sustain: τάς ἁμαρτίας i. e. by metonymy, their punishment, τήν πορνείαν, Winer's De verb. comp. etc. Part iii., p. 5f.
Greek Monolingual
(AM ἀναφέρω)
κάνω λόγο ή μνεία για κάτι, ονομάζω, αναγγέλλω, γνωστοποιώ
νεοελλ.
(για υφιστάμενον που απευθύνεται σε προϊστάμενο) υποβάλλω αναφορά, εκθέτω με σεβασμό
αρχ.
Ι. (μτβ.)
1. φέρνω επάνω, φέρνω
2. φέρνω στο εσωτερικό της χώρας
3. σηκώνω, βαστάζω, υπομένω
4. θεωρώ, εξετάζω
5. επαναλαμβάνω
6. βγάζω, χύνω (στεναγμούς, δάκρυα)
7. προσφέρω, συνεισφέρω
8. φέρνω πίσω, επαναφέρω, επαναφέρω από την εξορία
9. ανάγω, αποδίδω σε κάποιον κάτι
II. (αμτβ.)
1. (για δρόμο) οδηγώ, καταλήγω
2. συνέρχομαι, συνεφέρνω
III. μέσ.
1. φέρω, παίρνω μαζί μου
2. αναπνέω βαθιά, αναστενάζω
3. (για λόγο) προφέρω, εκπέμπω.
Greek Monotonic
ἀναφέρω: ποιητ. ἀμ-φέρω· μέλ. ἀν-οίσω, αόρ. αʹ ἀν-ήνεγκα, Ιων. ἀνήνεικα, επίσης ἄνῳσα·
I. 1. φέρνω ή κουβαλώ, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· ἀν. τινὰ εἰς Ὄλυμπον, σε Ξεν.· φέρνω στην ενδοχώρα, ιδίως στην Κεντρική Ασία, σε Ηρόδ. — Μέσ., μεταφέρω σε ασφαλές μέρος, παίρνω μαζί μου, στον ίδ.
2. χύνω, εκβάλλω δάκρυα, σε Αισχύλ. — Μέσ., ἀνενείκασθαι, απόλ., βγάζω βαθιά αναπνοή, βγάζω βαθύ αναστεναγμό, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· με αιτ. πράγμ., προφέρω, εκφέρω, ἀνενείκατο φωνάν, μῦθον, σε Θεόκρ.
3. κρατώ, βαστάζω, επωμίζομαι, ἄχθος, σε Αισχύλ.· κινδύνους, σε Θουκ.
4. προσφέρω, συνδράμω, συνεισφέρω, εἰς τὸ κοινόν, σε Δημ.· προσφέρω σε θυσία, σε Καινή Διαθήκη
5. αμτβ., οδηγώ, για δρόμο, σε Ξεν.
II. 1. φέρνω, επαναφέρω, σε Ευρ. κ.λπ.· ἀν. τὰς κώπας, να ανακτήσουν τα κουπιά στο τέλος του χτυπήματος, σε Θουκ.
2. φέρνω πίσω ειδήσεις, αναφέρω, σε Ηρόδ. κ.λπ.
3. επαναφέρω από την εξορία, σε Θουκ.
4. ανιχνεύω την οικογενειακή γραμμή, εντοπίζω τον προπάτορα της οικογένειας, σε Πλάτ.
5. αναφέρω ένα ζήτημα σε κάποιον άλλο, σε Ηρόδ. κ.λπ.· αποδίδω, σε Ευρ. κ.λπ.· χωρίς αιτ., ἀν. εἴς τινα, επικαλούμαι κάποιον, κάνω αναφορά σ' αυτόν, σε Ηρόδ., Πλάτ.
6. επαναφέρω, επανορθώνω, αποκαθιστώ, σε Θουκ. — Παθ., επανέρχομαι, έρχομαι στα συγκαλά μου, συνέρχομαι, σε Ηρόδ.· ομοίως επίσης αμτβ. στην Ενεργ., συνέρχομαι, αναλαμβάνω, στον ίδ. κ.λπ.
7. επιστρέφω, αποδίδω ως εισόδημα, σε Ξεν.
8. παραλληλίζω, εξομοιώνω, σε Πλούτ.
Middle Liddell
I. to bring or carry up, Od., etc.; ἀν. τινὰ εἰς Ὄλυμπον Xen.:— to carry up the country, esp. into Central Asia, Hdt.:—Mid. to carry up to a place of safety, take with one, Xen.
2. to bring up, pour forth, tears, Aesch.:—Mid., ἀνενείκασθαι, absol. to fetch up a deep-drawn breath, heave a deep sigh, Il., Hdt.:—c. acc. rei, to utter, ἀνενείκατο φωνάν, μῦθον Theocr.
3. to uphold, take upon one, ἄχθος Aesch.; κινδύνους Thuc.
4. to offer, contribute, εἰς τὸ κοινόν Dem.:— to offer in sacrifice, NTest.
5. intr. to lead up, of a road, Xen.
II. to bring or carry back, Eur., etc.; ἀν. τὰς κώπας to recover the oars, at the end of the stroke, Thuc.
2. to bring back tidings, report, Hdt., etc.
3. to bring back from exile, Thuc.
4. to carry back, trace up one's family to an ancestor, Plat.
5. to refer a matter to another, Hdt., etc.: to ascribe, Eur., etc.:—without acc., ἀν. εἴς τινα to appeal to another, make reference to him, Hdt., Plat.:—of things, ἀν. εἴς τι to have reference to a thing, Plat.
6. to bring back, restore, recover, Thuc.:—Pass. to recover oneself, come to oneself, Hdt.:—so also intr. in Act. to come to oneself, recover, Plat., etc.
7. to return, yield, as revenue, Xen.
8. to recall a likeness, Plut.
Chinese
原文音譯:¢nafšrw 安那-費羅
詞類次數:動詞(10)
原文字根:向上-攜帶 相當於: (סָלַק / עָלָה) (מֻקְטָר / מְקַטֶּרֶת / קָטַר)
字義溯源:帶上,帶去,帶著,擔當,拿起,領,獻,獻上;由(ἀνά)*=上)與(φέρω)*=負擔,攜帶)組成。這字在福音書用了三次,是說到主耶穌把門徒‘帶上’山,或被 ‘帶到’天上;在信徒用了七次都是說到祭物的‘獻上,獻,奉獻’,或‘擔當’罪
出現次數:總共(10);太(1);可(1);路(1);來(4);雅(1);彼前(2)
譯字彙編:
1) 獻上(2) 來7:27; 彼前2:5;
2) 被帶⋯去了(1) 路24:51;
3) 他⋯獻上(1) 來7:27;
4) 我們當⋯獻上(1) 來13:15;
5) 領⋯上(1) 太17:1;
6) 擔當(1) 彼前2:24;
7) 擔當了(1) 來9:28;
8) 獻(1) 雅2:21;
9) 領(1) 可9:2
Léxico de magia
recoger, reunir como acción de la divinidad ἐπικαλοῦμαί σε ... ἡ καὶ ἀνενεγκαμένη τὰ τοῦ Μελιούχου μέλη te invoco a ti, la que también reunió los miembros de Meliuco SM 54 11