ἀκαταστασία
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
English (LSJ)
ἡ,
A instability, anarchy, confusion, Stoic.3.99, Plb.1.70.1, Nic.Dam.Vit.Caes.28, etc.: pl., LXX Pr.26.28, D.H.6.31, 2 Ep.Cor.6.5.
II unsteadiness, τοῦ σώματος Chrysipp.Stoic.3.121; ἀ. καὶ μανία Plb.7.4.8: pl., Man. 5.57.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Lyr.Alex.Adesp.1.7
1 inestabilidad, inseguridad, desorden τῆς βασιλείας Plb.31.8.6, ἀ. καὶ ταραχή desorden y agitación Plb.1.70.1, 14.9.6, ἀκαταστασίαις καὶ ἀπαλλοτριώσει τῶν οἰκείων Ptol.Tetr.3.15.5
•anarquía, confusión en la Iglesia, Eus.Ep.Caes.p.46.11, Basil.M.32.436A, cf. PMerton 93.28 (IV d.C.), plu. στόμα δὲ ἄστεγον ποιεῖ ἀκαταστασίας una boca imprudente causa inseguridad LXX Pr.26.28
•tumulto ἐν ἀκαταστασίαις 2Ep.Cor.6.5.
2 c. gen. falta de firmeza, debilidad corporal o mental τοῦ σώματος Chrysipp.Stoic.3.121, ἀ. καὶ μανία τοῦ μειρακίου Plb.7.4.8, ἀ. τῶν λογισμῶν Mac.Aeg.Hom.5.4, de carácter τοῦ ἤθους ἀ. Ath.Al.M.26.896B, cf. Man.5.57.
3 volubilidad, inconstancia de un amante ἀκαταστασίης εὑρετής Lyr.Alex.Adesp.1.7, cf. SEG 35.221.15 (Atenas III d.C.).
German (Pape)
ἡ, Unbeständigkeit, Polyb. 7.4.8; gew. Unruhe, Aufruhr, neb. ταραχή Pol. 1.70.1; NT.
Russian (Dvoretsky)
ἀκαταστᾰσία: ἡ
1 непостоянство, беспокойный характер, неустойчивость (ἀ. καὶ μανία Polyb.);
2 смятение, волнение (ἀ. καὶ ταραχή Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκαταστᾰσία: ἡ, ἀστάθεια, ἀναρχία, σύγχυσις, Ἑβδ. (Παροιμ. κϛ΄, 28). Πολύβ. 1. 70, 1, Διον. Ἁλ. 6. 31, κτλ. ΙΙ. ἀστασία, Πολύβ. 7. 4. 8.
English (Strong)
from ἀκατάστατος; instability, i.e. disorder: commotion, confusion, tumult.
English (Thayer)
(ας, ἡ (ἀκατάστατος), instability, a state of disorder, disturbance, confusion: Clement of Rome, 1 Corinthians 14,1 [ET]; (disturbances, disorders: of dissensions, Polybius, Dionysius Halicarnassus).
Greek Monolingual
η (Α ἀκαταστασία) ἀκατάστατος
ανωμαλία, ταραχή, αναρχία
νεοελλ.
η έλλειψη τάξης, η αταξία
αρχ.
1. η ανικανότητα για ορθοστασία
«τοῦ σώματος ἀκαταστασία» (Χρύσιππος Στωικ. 3, 121)
2. η αστάθεια, η ελαφρότητα του χαρακτήρα (Αρτεμίδ. 2, 68, Πολ. 7, 4, 8).
Chinese
原文音譯:¢katastas⋯a 阿-卡他-士他西阿
詞類次數:名詞(5)
原文字根:不-向下-站(著) 相當於: (מִדְחֶה)
字義溯源:不穩定,不安,反叛,暴動,擾亂,混亂;源自 (ἀκατάστατος)=無定向的,由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(καθιστάνω / καθίστημι)=設立)組成,其中 (καθιστάνω / καθίστημι)又由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(ἵστημι)*=站)組成。這字有兩個主要的含義:(1)暴動:如反叛。(2)不穩:如混亂
出現次數:總共(5);路(1);林前(1);林後(2);雅(1)
譯字彙編:
1) 擾亂(3) 路21:9; 林後6:5; 雅3:16;
2) 混亂的事(1) 林後12:20;
3) 混亂(1) 林前14:33
French (New Testament)
ας (ἡ) instabilité ; état de désordre, dérangement ; confusion
[ἀ, κατάστασις]
Translations
instability
Asturian: inestabilidá; Azerbaijani: sabitsizlik; Bulgarian: нестабилност; Catalan: inestabilitat; Chinese Mandarin: 不穩定/不稳定, 不穩定性/不稳定性, 不穩固/不稳固, 不穩固性/不稳固性; Dutch: instabiliteit; Finnish: epävakaus; French: instabilité; Galician: inestabilidade; German: Instabilität; Ancient Greek: ἀβεβαιότης, ἀβεβαίωσις, ἀκαταστασία, ἀκρισία, ἀστάθεια, ἀστασία, ἐπισφάλεια, μετάπτωσις, ῥύσις, τὸ ἀβέβαιον, τὸ ἀνέρειστον, τὸ ἀνίδρυτον, τὸ ἀστάθμητον, τὸ εὐμετάπτωτον, τὸ παλίμβολον, τὸ τρεπτόν; Irish: éagobhsaíocht; Italian: instabilità, dissesto; Latin: instabilitas; Malay: ketidakstabilan; Norwegian Bokmål: ustabilitet; Nynorsk: ustabilitet; Persian: ناپایداری; Polish: niestabilność; Portuguese: instabilidade; Russian: нестабильность, неустойчивость, непрочность, непостоянство, зыбкость, неуравновешенность; Spanish: inestabilidad; Tajik: нопойдорӣ; Ukrainian: нестабі́льність, несті́йкість