ἀρτέμων

From LSJ
Revision as of 13:40, 30 October 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "===(\w+)===" to "===$1===")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρτέμων Medium diacritics: ἀρτέμων Low diacritics: αρτέμων Capitals: ΑΡΤΕΜΩΝ
Transliteration A: artémōn Transliteration B: artemōn Transliteration C: artemon Beta Code: a)rte/mwn

English (LSJ)

-ονος, ὁ, (ἀρτάω)
A foresail of a ship, Act.Ap.27.40, dub. sens. in Lyd.Mens.2.12.
II principal pulley in a system, Vitr. 10.2.9 (in Latin form, = Gk. ἐπάγων).

Spanish (DGE)

-ονος, ὁ
1 náut. trinquete op. malusmástil’, Antistius Labeo en Dig.50.16.242, ἐπάραντες τὸν ἀρτέμωνα Act.Ap.27.40.
2 cierta polea (el ἐπάγων) del polipasto, Vitr.10.2.9.
3 división, coyuntura en el cómputo del tiempo ἐξ αὐτοῦ δὲ τοῦ νοητοῦ αἰῶνος ἔστι συνιδεῖν τοὺς ἀρτέμονας Lyd.Mens.2.12.
• Etimología: Quizá deriv. de ἀρτάωsuspender’, c. un suf. *-mōn de n. de instrumento.

German (Pape)

[Seite 361] ονος, ὁ, 1) Bramsegel, N. T – 2) der dritte Kolben im Flaschenzuge, Leitflasche, Vitruv. 10, 5. – Auch ἀρτεμώνη u. ἀρτεμωνία, s. Lob. Paralip. 317.

French (Bailly abrégé)

ονος (ὁ) :
1 voile d'artimon;
2 sorte de poulie.
Étymologie: ἀρτάω.

Russian (Dvoretsky)

ἀρτέμων: ονος ὁ мор. брамсель NT.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτέμων: ονος [ωνος], ὁ, (ἀρτάω) κατὰ τὸν Smith ἐν «Voyage and Shipwreck of St. Paul» (πλοῦς καὶ ναυάγιον τοῦ Ἀποστ. Παύλου) σ. 102, 153 κἑξ., εἶναι ὁ ἄλλως λεγόμενος δόλων, ὅστις ἦτο μικρὸν ἱστίον ἀναπεταννύμενον ἐπὶ ἱστοῦ οὐχὶ ὑψηλοῦ παρὰ τὴν πρῷραν τοῦ πλοίου, Πράξ. Ἀποστ. 27. 40· - ὡσαύτως -ώνιον, τό, Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 359. ΙΙ. ἡ τρίτη τροχαλία ἐν τῇ μηχανῇ τῇ καλουμένῃ πολύσπαστον, ἣν οἱ Ἕλληνες κατὰ Βιτρούβιον (10. 5) ὠνόμαζον ἐπάγοντα.

English (Strong)

from a derivative of ἄρτι; properly, something ready (or else more remotely from αἴρω (compare ἄρτος); something hung up), i.e. (specially) the topsail (rather foresail or jib) of a vessel: mainsail.

English (Thayer)

ἀρτεμονος (L T Tr WH ἀρτεμωνος, cf. Winer's Grammar, § 9,1d.; (Buttmann, 24 (22))), ὁ, top-sail (or foresail?) of a ship: Acts 27:40; cf. Meyer at the passage; (especially Smith, Voyage and Shipwr. of St. Paul, p. 192 f; Graser in the Philologus, 3rd suppl. 1865, p. 201ff).

Greek Monolingual

ο (Α ἀρτέμων)
ο φλόκος
αρχ.
1. μικρό ιστίο του μικρού καταρτιού της πλώρης
2. η τρίτη τροχαλία στο «πολύσπαστον» του Αρχιμήδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης προελεύσεως. Υποστηρίχτηκε ότι πρόκειται για παράγωγο του ρ. αρτέομαι «ετοιμάζομαι», αλλά πιο πιθανή φαίνεται η υπόθεση ότι προήλθε από το ρ. αρτώ «κρεμώ», πράγμα που αντιστοιχεί και αρμόζει και στις δύο σημασίες της λ. Ο τ. ανήκει στις λέξεις της τεχνικής ορολογίας με επίθημα -μων / -μονος, που συνιστούν κυρίως ονόματα οργάνων. Ο λατινικός όρος artemo(n), -onis, με την ίδια σημασία, είναι δάνειο από την Ελληνική και απο αυτόν προήλθε και το γαλλ. artimon «κατάρτι στην πρύμνη του πλοίου»].

Greek Monotonic

ἀρτέμων: -ονος, ὁ (ἀρτάω), πιθ. το ιστίο, σε Καινή Διαθήκη

Frisk Etymological English

-ονος
Grammatical information: m.
Meaning: foresail (Act. Ap. 27, 40), mast with f.; meaning uncertain in Lyd. Mens. 2, 12.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unexplained technical word, of which meaning and history is not yet well-known. Connection with ἀρτέομαι or ἀρτάω with -μων (Chantr. Form. 172, Schwyzer 522) does not explain the meaning. Improb. vW. - Lat. LW [loanword] artemo(n) since Lucil. as name of a sail v.t., in Vitr. 10, 2, 9 also principal pulley (from here Fr. artimon, with different meaning). Cf. J. Vart, L'art nautique 101-106; J. Rougé, Commerce maritime 58f.

Middle Liddell

ἀρτάω
prob. a foresail, NTest.

Frisk Etymology German

ἀρτέμων: -ονος
{artémōn}
Grammar: m.
Meaning: Bramsegel, Bramstange od. ähnl. (Act. Ap. 27, 40, vgl. Moulton-Milligan Vocabulary s. v.), Bed. unsicher bei Lyd. Mens. 2, 12.
Derivative: Deminutivum ἀρτεμώνιον (Tz. ad Lyk. 359).
Etymology: Lat. LW artemo(n) seit Lucil. als Name eines Segels od. ähnl., bei Vitr. 10, 2, 9 außerdem = der dritte Kolben im Flaschenzuge. Technisches Wort, dessen Sinn und Geschichte noch der Aufklärung bedarf. Die lautlich naheliegende Anknüpfung an ἀρτέομαι oder ἀρτάω nach den Geratenamen auf -μων (Chantraine Formation 172, vgl. Schwyzer 522) entbehrt bisher einer semantischen Motivierung.
Page 1,154

Chinese

原文音譯:¢rtšmwn 阿而帖蒙
詞類次數:名詞(1)
原文字根:懸掛
字義溯源:備妥風帆,前檣主帆,頭篷;源自(ἄρτι)=現在);而 (ἄρτι)出自(αἴρω)*=懸掛)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 頭篷(1) 徒27:40

Translations

pulley

Arabic: مَنْجُور‎; Armenian: ճախարակ; Basque: txirrika, polea; Bulgarian: макара, скрипец; Catalan: politja, corriola; Chinese Mandarin: 滑車, 滑车, 滑輪, 滑轮; Czech: kladka; Danish: trisse; Dutch: katrol; Esperanto: pulio; Finnish: väkipyörä, pylpyrä; French: poulie; Georgian: ჭოჭონაქი; German: Rolle; Greek: τροχαλία; Ancient Greek: ἀντίσπαστος, ἀντίον, ἄσπαστον, ἀνασπαστήριον, ἀρτέμων, ἀρτέμων, ἐπιδρομίς, μάγγανον, ὀνίσκος, ὄνος, περιαγωγεύς, τροχαλία, τροχαρέα, τροχελλέα, τροχηλιά, τροχηλία, τροχιλεία, τροχιλεῖον, τροχιλία, τροχιλίδιον, τροχιλίη, τροχιλλέα; Hebrew: גלגלת‎; Hungarian: csiga; Icelandic: trissa, talía; Indonesian: katrol; Irish: ulóg, puilín; Italian: carrucola, puleggia; Japanese: 滑車; Khmer: រ៉ក; Korean: 도르래; Latin: trochlea; Maori: tauru; Mon: ရံက်; Norwegian Bokmål: trinse, trisse; Papiamentu: katròl; Portuguese: roldana; Romanian: scripete; Russian: блок, шкив; Serbo-Croatian Cyrillic: чекрк; Roman: čekrk; Slovak: kladka; Slovene: škripec; Spanish: polea, roldana; Swedish: trissa; Tagalog: tangkalag, kalo; Telugu: కప్పీ, గిలక; Thai: รอก; Turkish: makara; Vietnamese: ròng rọc