δύναμις
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
English (LSJ)
[ῠ], ἡ, gen. δυνάμεως, Ion. δυνάμιος, Ion. dat. δυνάμι: (δύναμαι):—
A power, might, in Hom., especially of bodily strength, εἴ μοι δύναμις γε παρείη Od. 2.62, cf. Il.8.294; οἵη ἐμὴ δύναμις καὶ χεῖρες Od.20.237; ἡ δύναμις τῶν νέων Antipho 4.3.2, etc.: generally, strength, power, ability to do anything, πὰρ δύναμιν = beyond one's strength, Il.13.787; in Prose, παρὰ δύναμις τολμηταί Th.1.70, etc.; ὑπὲρ δύναμιν D.18.193; opp. κατὰ δύναμιν = as far as lies in one, Hdt.3.142, etc. (κὰδ δύναμις Hes.Op.336); εἰς δύναμιν Cratin. 172, Pl.R. 458e, etc.; πρὸς τὴν δύναμιν Id.Phdr.231a.
2 outward power, influence, authority, A.Pers.174 (anap.), Ag.779 (lyr.); καταπαύσαντα τὴν Κύρου δύναμιν Hdt.1.90; δυνάμει προὔχοντες Th.7.21, etc.; ἐν δύναμις εἶναι, γενέσθαι, X.HG4.4.5, D.13.29.
3 force for war, forces, δύναμις ἀνδρῶν Hdt.5.100, cf. Pl.Mx.240d, Plb.1.41.2, LXX Ge.21.22, OGI139.8 (ii B. C.); μετὰ δυνάμεων ἱκανῶν Wilcken Chr.10 (ii B. C.), etc.; δύναμις καὶ πεζὴ καὶ ἱππικὴ καὶ ναυτική X.An.1.3.12; πέντε δυνάμεσι πεφρουρημένον, of the five projecting rows of sarissae in the phalanx, Ascl.Tact.5.2,al.
4 a power, quantity, χρημάτων δύναμις Hdt.7.9.ά.
5 means, κατὰ δύναμιν Arist.EE1243b12; opp. παρὰ δύναμιν, 2 Ep.Cor.8.3; κατὰ δύναμιν τῶν ὑπαρχόντων BGU1051.17 (Aug.).
II power, faculty, capacity, αἱ ἀμφὶ τὸ σῶμα δυνάμεις Hp.VM14; αἱ τοῦ σώματος δυνάμεις Pl.Tht.185e; ἡ τῆς ὄψεως δύναμις Id.R. 532a; ἡ τῶν λεγόντων δύναμις D.22.11: c. gen. rei, capacity for, τῶν ἔργων Arist.Pol.1309a35; τοῦ λέγειν Id.Rh.1362b22; τοῦ λόγου, τῶν λόγων, Men.578, Alex.94; δύναμις στρατηγική Plb.1.84.6; δύναμις ἐν πραγματείᾳ Id.2.56.5; δύναμις συνθετική D.H.Comp.2: abs., any natural capacity or faculty, that may be improved and may be used for good or ill, Arist.Top. 126a37, cf. MM1183b28.
2 elementary force, such as heat, cold, etc., Hp.VM16, Arist.PA646a14ἡ τοῦ θερμοῦ δύναμις ib.650a5; θερμαντικὴ δύναμις Epicur.Fr.60, cf. Polystr.p.23 W.
b property, quality, ἰδίην δύναμιν καὶ φύσιν ἔχειν Hp.VM13, cf. Nat.Hom.5, Vict.1.10; especially of the natural properties of plants, etc., αἱ δυνάμεις τῶν φυομένων, τῶν σπερμάτων, X.Cyr.8.8.14, Thphr.HP8.11.1; productive power, τῆς γῆς Id.Oec.16.4; μετάλλων Id.Vect.4.1: generally, function, faculty, δύναμις φυσική, ζωική, ψυχική, Gal.10.635; Περὶ φυσικῶν δυνάμεων = On the Physical Capacities, title of work by Galen.
c in plural, agencies, ὑπάρχειν ἐν τῇ φύσει τὰς τοιαύτας δυνάμεις (sc. the gods) Polystr.p.10 W.
d function, meaning, of part in whole, Id.p.17 W.
e in Music, function, value, of a note in the scale, δύναμις δέ ἐστι τάξις φθόγγου ἐν συστήματι = value is the position of a note within a system Cleonid.Harm.14, cf. Aristox.Harm.p.69M.; μέση κατὰ δύναμιν, opp. κατὰ θέσιν, Ptol. Harm.2.5.
3 faculty, art, or craft, Pl.R.532d, Arist.Metaph. 1018a30, EN1094a10, Arr.Epict.1.1.1; δύναμις σκεπτική = the doctrine of the Sceptics, S.E.M.7.1.
4 a medicine, Timostr.7, etc.; δυνάμεις ἁπλαῖ Hp.Decent.9, Aret.CD1.4, etc.; δυνάμεις πολυφάρμακοι Plu.2.403c, Gal.13.365: in plural, collection of formulae or prescriptions, Orib.10.33.
b action of medicines, περὶ τῆς ἁπλῶν φαρμάκων δυνάμεως, title of work by Galen; also, potency, δυνάμει θερμά, ψυχρά, Id.1.672, al.
5 magically potent substance or object, PMag.Leid.V.8.12: in plural, magical powers, Hld.4.7.
III force or meaning of a word, Lys.10.7, Pl. Cra.394b, Diog.Oen.12, Phld.Sign.31, etc.
b phonetic value of sounds or letters, Plb.10.47.8, D.H.Comp.12, Luc.Jud.Voc.5, etc.
2 worth or value of money, Th.6.46,2.97, Plu.Lyc.9, Sol. 15.
IV capability of existing or acting, potentiality, opp. actuality (ἐνέργεια), Arist.Metaph.1047b31, 1051a5, etc.: hence δυνάμει as adverb, virtually, ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει… ἐστί D.3.15; opp. ἐνεργείᾳ, Arist.APo.86a28, al.; opp. ἐντελεχείᾳ, Id.Ph.193b8, al.
V Math., power, κατὰ μεταφορὰν ἡ ἐν γεωμετρίᾳ λέγεται δύναμις Id.Metaph.1019b33; usually second power, square, κατὰ δύναμιν = in square, Pl.Ti.54b, cf. Theol.Ar.11, etc.: chiefly in dat., [εὐθεῖα] δυνάμει ἴση a line the square on which is equal to an area, ἡ BA ἐλάσσων ἐστὶν ἢ διπλασίων δυνάμει τῆς AK the square on BA is less than double of the square on AK, Archim.Sph.Cyl.2.9: εὐθεῖαι δυνάμεις σύμμετροι = commensurable in square, Euc.10Def.2; ἡ δυνάμει δεκάς the series 12 + 22… + 102, Theol.Ar.64.
b square number, Pl.Ti.32a.
c square of an unknown quantity (x2), Dioph.Def.2, al.
2 square root of a number which is not a perfect square, surd, opp. μῆκος, Pl. Tht.147d.
3 product of two numbers, ἡ ἀμφοῖν (sc. τριάδος καὶ δυάδος) δύναμις ἑξάς Ph.1.3, cf. Iamb.in Nic.p.108 P.; δυνάμει in product, Hero Metr.1.15, Theol.Ar.33.
VI concrete, powers, especially of divine beings, αἱ δυνάμεις τῶν οὐρανῶν LXX Is.34.4, cf. 1 Ep.Pet.3.22, al., Ph.1.587, Corp.Herm.1.26, Porph.Abst.2.34: sg., Act.Ap.8.10, PMag.Par.1.1275; πολυώνυμος δύναμις, of God, Secund.Sent.3.
VII manifestation of divine power, miracle, Ev.Matt.11.21, al., Buresch Aus Lydien 113, etc.
Spanish (DGE)
(δύνᾰμις) -εως, ἡ
• Prosodia: [-ῠ-]
• Morfología: [sg. gen. -ιος Hp.Nat.Puer.22, -ιως Gal.12.341, dat. δυνάμι Hdt.1.192; plu. nom. δυνάμιες Hp.VM 14, ac. δυνάμιας Hp.Morb.4.34, gen. δυναμίων Hp.VM 24]
A gener. ref. pers. o divinidades
I 1fuerza física, vigor para la lucha guerrera o la competición ὅση δύναμις γε πάρεστι Il.8.294, 13.786, Od.23.128, εἴ μοι δύναμις γε παρείη si me asiste la fuerza, Il.22.20, Od.2.62, γνοίης χ', οἵη ἐμὴ δύναμις Od.20.237, 21.202, cf. Il.23.891, h.Merc.117, διεφθείροντο ... ἔτι ἔχοντές τι δυνάμεως Th.2.49, δύναμις τῶν νέων Antipho 4.3.2, ἡ τῶν ἵππων δύναμις D.61.28, εἰ ... ἐγὼ ἔτι ἐν δυνάμει ἦν τοῦ ... πορεύεσθαι πρὸς τὸ ἄστυ Pl.R.328c
•ἡ ζωτικὴ δύναμις = la fuerza vital ὡς ἐγχεῖται τὸ αἷμα καὶ ἡ δύναμις ἡ ζωτικὴ τῆς ψυχῆς Origenes Dial.22.25
•en giro prep. παρὰ δύναμιν, ὑπὲρ δύναμιν = más allá de las fuerzas πὰρ δύναμιν δ' οὐκ ἔστι ... πολεμίζειν Il.13.787, οἱ ... παρὰ δύναμιν τολμηταί Th.1.70, φιλοπόνως ὑπὲρ δύναμιν D.18.193, ὑπὲρ δύναμίν τι ποιεῖν D.21.69.
2 poder
a) gener. ὃ γὰρ δυνάμει τε καὶ αἰδοῖ Τρηχῖνος προβέβηκε pues éste en Traquis sobresale en poder y dignidad Hes.Sc.354, ἅνδανε τοῖσ', ὧν μεγάλη δύναμις Thgn.34, cf. 412, διείργει δὲ πᾶσα κεκριμένα δύναμις un poder muy diferente nos separa a la raza de los hombres y de los dioses, e.e., la inmortalidad, Pi.N.6.2
•dominio, control τὴν δὲ ταύτης (τῆς ὑγιείης) δύναμιν ἐν ἑαυτοῖς ἔχοντες οὐκ ἴσασιν pero ignoran que poseen en sí mismos el control sobre su salud ref. los hombres, Democr.B 234
•influencia, autoridad εἴ τι μείζω δύναμιν ἢ μήτηρ ἔχεις si tienes en algo mayor influencia que tu madre E.Hec.336, δύναμις καὶ ἀξίωμα Th.8.73, σοφίας ... δύναμις Gorg.B 11.4, αἱ δυνάμεις ... ἐκ τῶν διδασκαλείων Epicur.Fr.[20.2] 8;
b) esp. poder, poderío político αἲ γὰρ ἐμοὶ τοσσήνδε θεοὶ δύναμιν περιθεῖεν ojalá los dioses me procuraran tanto poder, Od.3.205, οἳ δ' εἶχον δύναμιν Sol.5.3, cf. App.Hisp.8, οἱ ... ἐν Σικελίᾳ (τύραννοι) ἐπὶ πλεῖστον ἐχώρησαν δυνάμεως Th.1.17, ἐτύγχανον ... δυνάμει οἱ ... πρῶτοι ὄντες τῆς πόλεως Th.1.55, οἱ ἐν δυνάμει ὄντες X.HG 4.4.5, οἱ ἐν δυνάμει γενόμενοι D.13.29, οὐ γὰρ ἔσται δ., οὐδ' ἢν ἑπτάκις σὺ ψηφίσῃ pues no podrás conmigo, aunque promulgues siete decretos Ar.Lys.698, cf. D.23.104, δύναμις βασιλέων Pl.Ti.25a, δύναμις ... πολιτικὴ καὶ φιλοσοφία Pl.R.473d, ἡ τῆς βουλῆς δύναμις Isoc.7.51, esp. del poder ateniense, Ar.Eq.584.
3 poderío, potencia militar Ἀθηναῖοι Μαραθῶνι ... Μήδων ἐστόρεσαν δύναμιν Simon.FGE 164, ὡς καταπαύσοντα τὴν Κύρου δύναμιν Hdt.1.90, cf. 2.102, δυνάμει ... προύχοντες Th.7.21, ποίοισι ὅπλοις ἢ δυνάμει πεποιθότε; Ar.Pl.449, ἡ Μακεδονικὴ δύναμις D.2.14, 11.8, πλείστην δύναμιν ἁπάντων ἔχοντες, τριήρεις, ὁπλίτας, ἱππέας ... D.4.40, ἡ εὐώνυμος τῆς ὅλης δυνάμεως τάξις Plb.1.50.5.
4 poder, poderío económico πλοῦτος πλείστην πᾶσιν ἔχει δύναμιν la riqueza tiene en todas las cosas el mayor poderío Thgn.718, cf. B.15.59, A.A.780, χρημάτων δύναμις Hdt.7.9α, τριτημορίη ἡ Ἀσσυρίη χώρη τῇ δυνάμι τῆς ἄλλης Ἀσίης Asiria constituye por sus recursos una tercera parte del total de Asia Hdt.1.192, εἴ ποθέν τινα ἢ ναυτικοῦ ἢ χρημάτων δύναμιν προσληψόμεθα Th.1.82, cf. Ar.Pl.200, Men.Fr.769, Ph.2.78, 79.
5 relig. y mag. poder sobrenatural:
a) de los dioses τοῦ Διὸς ἡ δύναμις Ar.Pl.142, ἡ τῶν θεῶν δύναμις D.61.24, κἂν ὀλίγῳ μο[ι] μειζοτέρα δύναμις γίνεται habla Eros ISide 3.6 (I a./d.C.), πολυώνυμος δύναμις (ὁ θεός) Secund.Sent.3, ἐπικαλοῦμαί σε, τὴν μεγίστην δύναμιν τὴν ἐν τῷ οὐρανῷ PMag.4.1276, εὐχαριστῶ τῇ δυνάμει αὐτοῦ (τοῦ θεοῦ) SEG 39.1275.8 (Lidia II d.C.), cf. Herm.Mand.5.2.1, Clem.Al.Paed.2.8.75, ἡ πίστις δύναμις τις τοῦ θεοῦ Clem.Al.Strom.2.11.48, de la inspiración profética como fuerza divina, Iust.Phil.Dial.87.4
•tb. en plu., de los dioses concebidos como fuerzas de la naturaleza θύσομεν ... ὡς ἂν διαφόροις δυνάμεσι προσάγοντες Porph.Abst.2.34, en Lidia ἐστηλλογράφησεν τὰς δυνάμις (sic) τοῦ θεοῦ SEG 39.1278.12, cf. 38.1233.10 (ambas II d.C.), 33.1013 (III d.C.), Μεγάλη Μήτηρ Ἀναεῖτις ... καὶ Μεὶς Τιάμου καὶ αἱ δυνάμεις αὐτῶν TAM 6.137 (II d.C.)
•crist., de Jesucristo ἐπιγνοὺς ἐν ἑαυτῷ τὴν ἐξ αὐτοῦ δύναμιν ἐξελθοῦσαν Eu.Marc.5.30, ἡ δύναμις τοῦ θεοῦ Eu.Matt.22.29, Act.Ap.8.10, ἡ δύναμις τοῦ πνεύματος Eu.Luc.4.14
•ἡ δύναμις por hipóstasis Dios Padre ὄψεσθε τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου καθήμενον ἐκ δεξιῶν τῆς δυνάμεως Eu.Matt.26.64, Eu.Marc.14.62
•en plu. δυνάμεις como hipóstasis del poder divino en seres comparables a los ángeles llamados poderes o virtudes ἀγγέλων καὶ ἐξουσιῶν καὶ δυνάμεων 1Ep.Petr.3.22, cf. Ep.Rom.8.38, Clem.Al.Strom.1.17.81, en sg. Mart.Pol.14.1;
b) plu. poderes mágicos τὰς τρίχας δυνάμεσί τισι χρίσασαν D.S.4.51, ὀχλεῖται γὰρ ὑπὸ δυνάμεων ἃς αὐτὸς κατέπεμψα está poseída por unos poderes mágicos que yo mismo le envié Hld.4.7.12, δυνάμεις ποιήσας μαγικάς Iust.Phil.1Apol.26.2, tb. en sg. ἡ δύναμις τῆς θείας αὑτοῦ μαγείας PMag.4.2449, cf. 12.260
•poderes sobrenaturales, del Bautista Eu.Marc.6.14, de Satanás, Ign.Eph.13.1
•crist., en plu. prodigios, milagros αἱ δυνάμεις αἱ γενόμεναι ἐν ὑμῖν Eu.Matt.11.21, de Jesús Eu.Matt.13.54, 58;
c) de la palabra especial fuerza, poder ἡ ... τοῦ λόγου δύναμις el poder de la palabra Gorg.B 11.14, cf. S.OT 938, Alex.99, ἡ τῶν λόγων δύναμις la fuerza de las palabras D.61.33, Ph.2.78, 79
•casi como efecto mágico por medio de la palabra ἡ δύναμις τῆς ἐπῳδῆς Gorg.B 11.10, de ciertas imágenes oníricas οὔκουν χρὴ κενὰ λέγειν ταῦτα ὡς καὶ δύναμις τοσαύτη πρόσεσ[τ] ιν Diog.Oen.10.4.9.
II como facultad o posibilidad
1 poder, posibilidad δύναμις γὰρ ἐν ὑμῖν está en vuestra mano, e.d. podéis hacerlo, Od.10.69, ἐπεὶ δύναμις γε πάρεστιν puesto que está en vuestra mano de Hécate, el conceder prosperidad a quien la implora, Hes.Th.420, ὧν ἂν δύναμις ἡγεῖσθαι θέλῃ A.Pers.174
•en giro prep. κατὰ δύναμιν en la medida de lo posible κὰδ δύναμιν δ' ἔρδειν ἱέρ' Hes.Op.336, ἀδικουμένοισι τιμωρεῖν κατὰ δύναμιν χρή hay que asistir en lo posible a los que son injustamente tratados Democr.B 261, cf. Hdt.3.142, TAM 3(1).2.16 (II a.C.), 2Ep.Cor.8.3, εἰς δύναμιν mismo sent., Cratin.184, D.19.172, Pl.R.458e, πρὸς τὴν δύναμιν τὴν αὑτῶν εὖ ποιοῦσιν hacen el bien de acuerdo con sus posibilidades Pl.Phdr.231a, ὁ θεὸς ἀνέχεται κατὰ δύναμιν λαμβάνων τὰς θυσίας Arist.EE 1243b12, κατὰ δύναμιν τῶν ὑπαρχόντων en la medida de sus posibilidades económicas, BGU 1051.17 (I a.C./I d.C.), παρὰ τὴν δύναμιν ... λέγειν Luc.Dom.10
•posibilidad, potencialidad τὴν τούτων (τῶν ἀργυρείων) δύναμιν δηλῶσαι mostrar las posibilidades que éstas (las minas de plata) ofrecen X.Vect.4.1.
2 capacidad, propiedad, facultad
a) de pers., dioses μηδὲ ὑπέρ τε δύναμιν αἱρεῖσθαι τὴν ἑωυτοῦ y no elegir lo que exceda la propia capacidad Democr.B 3, (τὸ ἄλγεον) οὐδὲ ἔχει ἴσην δύναμιν τῷ ὑγιεῖ Meliss.B 7.4, πᾶσα δύναμις τῶν αἱρετῶν toda capacidad está entre las cosas deseables Arist.Top.126a36, cf. MM 1183b28, ἐν ταῖς μεγίσταις δυνάμεσι ... αὐτῆς οὔσης de la dialéctica, Chrysipp.Stoic.2.38, op. βούλησις ‘voluntad’ y προθυμία ‘empeño’, Phld.Cont.fr.90.9, στρατηγικὴ δύναμις capacidad de mando Plb.1.84.6, ὁ ... νοῦς ... πολλὰς ἔχει δυνάμεις Ph.1.71, ἡ σκεπτικὴ δύναμις S.E.M.7.1, ἐποπτικὴ ... δύναμις capacidad de ver todo Didym.Gen.56.23, cf. 167.9, ἡ δημιουργικὴ δύναμις la capacidad creadora de Dios, Eun.Cyz.Apol.15, 25
•tb. c. gen. o giro prep. capacidad para ἔχει τοι δύναμιν εἰς οἶκτον E.IT 1054, εἴτ' εἰς τὸ ποιεῖν ... εἴτ' εἰς τὸ παθεῖν Pl.Sph.247d, cf. Phdr.270d, δύναμις ἐν τῇ πραγματείᾳ Plb.2.56.5, cf. D.H.Lys.3.10, δύναμις τοῦ λέγειν, τοῦ πράττειν Arist.Rh.1362b22, δύναμις μεγίστη τῶν ἔργων τῆς ἀρχῆς Arist.Pol.1309a35
•capacidad intelectual, equiv. talento τίς (ἦν) ἡ δύναμις ἐν τῇ πρὸ ταύτης δεδήλωται γραφῇ cuál (era) su talento ya ha quedado expuesto en la obra anterior D.H.Dem.2.3, cf. Th.1.1, 24.12, Pomp.5.6
•facultad c. gen. ἡ τῆς ὄψεως δύναμις Pl.R.532a, cf. 507c, ἡ τοῦ διαλέγεσθαι δύναμις Pl.R.533a, ἡ τοῦ πολιτικοῦ δύναμις ref. la persuasión, Pl.Plt.304d, (ἐπιστήμη) πασῶν γε δυνάμεων ἐρρωμενεστάτη Pl.R.477d, cf. Arr.Epict.1.1.1, αἱ συνθετικαὶ δυνάμεις D.H.Comp.2.8, διεξοδικὴ δύναμις = capacidad expositiva Ph.1.523
•propiedad τῶν φυομένων ἐκ τῆς γῆς τὰς δυνάμεις las propiedades de los vegetales X.Cyr.8.8.14, ἡ ἑαυτῆς (τῆς γῆς) δύναμις X.Oec.16.4, πέφυκεν ἡ πτεροῦ δύναμις τὸ ἐμβριθὲς ἄγειν = la propiedad natural del ala es la de levantar lo pesado Pl.Phdr.246d;
b) capacidad, facultad, propiedad de las cosas θαλάσσης δύναμις ... σελήνης δύναμις ... ἄστρων δύναμις Hp.Vict.1.10, τῶν δὲ σπερμάτων οὐχ ἡ αὐτὴ δύναμις ἐστιν εἴς τε τὴν βλάστησιν καὶ εἰς θησαυρισμόν no es la misma la capacidad de las semillas para germinar y almacenarse Thphr.HP 8.11.1, δυνάμεις αὐτῶν (τῶν πολιτειῶν) Plb.6.47.1.
3 habilidad τί ποτ' οὖν ἂν εἴη τὸ τῆς σοφιστικῆς δυνάμεως θαῦμα; entonces, ¿a qué puede deberse el deslumbramiento que produce la habilidad sofística? Pl.Sph.233a
•oficio, arte, ciencia ὅσαι δ' εἰσὶ ... ὑπὸ μίαν τινὰ δύναμιν, καθάπερ ὑπὸ τὴν ἱππικὴν ἡ χαλινοποιική Arist.EN 1094a10, τὰς τέχνας καὶ τὰς δυνάμεις Plu.2.403a
•eficacia τὸ γὰρ πράττειν ... ὕστερον ... τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει D.3.15.
III c. sent. de valor y equivalencia
1 ref. conceptos y palabras valor, significado, sentido τὴν δύναμιν ἔχειν tener el valor de, equivaler, significar Th.5.20, ὀνόματα ... ὅσα τὴν αὐτὴν δύναμιν ἔχει Lys.10.7, cf. Pl.Cra.394b, anón. en POxy.1012.16.1.4, A.D.Synt.9.21, οἱ δὲ φάσκοντες ... κἂν ταὐτὸ τῇ δυνάμει λέγωσιν ἡμῖν Phld.Sign.31.12, cf. Demetr.Lac.Herc.1012.42.10, βραχεῖα μὲν ἡ λέξις, πολλὴ δὲ ἡ δύναμις Ph.1.487, ἡ δύναμις τῆς φωνῆς 1Ep.Cor.14.11
•de letras o sonidos valor fónico <δεῖ> πρῶτον ἐπὶ τὰς ὄψεις ... τῶν γραμμάτων ἐπιστῆσαι τὸν ἀναγινώσκοντα, δεύτερον ἐπὶ τὰς δυνάμεις Plb.10.47.8, cf. Luc.Iud.Voc.5
•de ahí efecto ἥ τε τῶν γραμμάτων φύσις ... πολλὰς καὶ διαφόρους ἔχουσα δυνάμεις y la naturaleza de los sonidos que tiene muchos y diversos efectos en el oído, D.H.Comp.12.2.
2 jur. fuerza legal, validez (τὴν διαθήκην) ἔχειν τὴν ἰδίαν δύναμιν Stud.Pal.1.p.6 (V d.C.), στοιχεῖ μοι ἡ παροῦσα πρᾶσις καὶ πᾶσα ἡ δύναμις αὐτῆς Stud.Pal.20.145.10 (VI d.C.), βούλομαι αὐτὸν (sc. τὸν κωδίκιλλον) τὴν ἰδίαν δύναμιν καὶ βεβαίωσιν ἔχειν PMasp.151.65, cf. PLond.1319.6 (ambos VI d.C.).
3 econ. δύναμις χρημάτων = valor del dinero Th.6.46, cf. 2.97, Plu.Lyc.9, Sol.15.
B milit. fuerza militar, tropa, contingente τὴν ἀκρόπολιν ἐρρύετο ... ἔχων ἀνδρῶν δύναμιν οὐκ ὀλίγην Hdt.5.100, Ἀθηναίων ἡ δύναμις Th.1.121, ἡ τῶν βαρβάρων δύναμις Pl.Mx.240d, cf. Criti.109a, δύναμις καὶ πεζὴ καὶ ἱππικὴ καὶ ναυτική X.An.1.3.12, cf. Plb.1.51.2, ISyène 190.3 (II a.C.), ναυτικὴν παρέχεσθαι δύναμιν Pl.Lg.706b, cf. D.4.22, Plb.1.41.2, ἡ βοηθήσουσα δύναμις = la tropa de refuerzo D.18.177, ὁ ἀρχιστράτηγος τῆς δυνάμεως LXX Ge.21.22, cf. 1Ma.5.11, ἀναπλεῖν ... μετὰ δυνάμεων ἱκανῶν Wilcken Chr.10.9 (II a.C.), αἱ ἀκολουθοῦσαι δυνάμεις las tropas acompañantes de comitivas oficiales IPh.19.26 (II a.C.), τῶν λοχαγῶν ἕκαστον ... πέντε δυνάμεσι πεφρουρημένον Ascl.Tact.5.2, στρατιωτικὴ δύναμις = destacamento militar, PThmouis 1.99.10 (II d.C.).
C usos esp. en cien.
I fil.
1 potencia δυνάμεις εἶναι γένος τι τῶν ὄντων, αἷς δὴ καὶ ἡμεῖς δυνάμεθα ἃ δυνάμεθα Pl.R.477b, αἱ τοῦ σώματος δυνάμεις Pl.Tht.185e, δυνάμεις ... ἀσώματοι Ph.1.587, cf. Corp.Herm.1.26, ἡ ψυχὴ ... δύο ἔχει ... δυνάμεις, ὧν ἡ μέν ἐστι λογικὴ ἡ δὲ ἄλογος Chrysipp.Stoic.2.230, ἡ δύναμις τῆς ὕλης ἔστι ὁ θεός Chrysipp.Stoic.2.308
•esp. en Aristóteles potencia pasiva τῶν δυνάμεων ... τῶν μὲν συγγενῶν οἷον τῶν αἰσθήσεων Arist.Metaph.1047b31, cf. Ocell.22, τὸ μὴ ὂν καὶ τὸ κατὰ δύναμιν Arist.Metaph.1089a28, op. ἡ ἐνέργεια ‘el acto’ no necesariamente culminado, Arist.Metaph.1051a5, APo.86a28, op. ἡ ἐντελέχεια el acto culminado y eficaz, Arist.Ph.193b8, ἐναντία λέγεται ... καὶ τὰ πλεῖστον διαφέροντα τῶν ὑπὸ τὴν αὐτὴν δύναμιν Arist.Metaph.1018a30
•δυνάμει en potencia τὸ δυνάμει ὂν Arist.Metaph.1071b19, cf. GC 317b23, Ocell.25, 30, op. συντελείᾳ Ocell.21, op. ἐνεργείᾳ: αὕτη ἡ ζωὴ παρ' οἷς μὲν δυνάμει καὶ οὐκ ἐνεργείᾳ φῶς ἐστι de la vida eterna, Origenes Io.2.24
•en los estoicos fuerza creadora que da forma y mueve la materia ἀΐδιος τοίνυν ἐστὶν ἡ κινοῦσα τὴν ὕλην δύναμις Chrysipp.Stoic.2.113, δύναμίς ἐστιν ἡ πλειόνων ἐποιστικὴ συμπτωμάτων, ὡς ἡ φρόνησις ... τοῦ φρονίμως διαλέγεσθαι Chrysipp.Stoic.3.49
•de las potencias divinas identificadas con las ideas de Platón, Ph.2.219
•en los neoplatónicos potencia activa γόνιμος τῶν ὅλων δύναμις Procl.in Euc.p.88.24, ἡ γόνιμος δύναμις τῆς ἐπιστήμης Procl.in Euc.p.303.15, δυνάμεις (τῆς μαθηματικῆς) Procl.in Euc.p.18.8, αἱ διαλεκτικαὶ δυνάμεις Procl.in Euc.p.44.16, los νοητά o inteligibles son δυνάμεις universales con capacidad infinita, Plot.5.8.9, derivadas del ser superior, Plot.6.4.9, cada una un εἶδος en potencia y una δύναμις individual, Plot.5.9.6, operativa tanto en el mundo noético como en el sensible, Plot.4.4.36, τὸ δέ ἐστι -τὸ πᾶν- δύναμις πᾶσα, εἰς ἄπειρον μὲν ἰοῦσα, εἰς ἄπειρον δέ δυναμένη del Uno, Plot.5.8.9, δ., ἡ ψυχὴ τούτων el alma es su potencia de las cosas, Plot.2.5.3, ἡ γὰρ δύναμις ἐκεῖ ὑπόστασις καὶ οὐσία ἢ μεῖζον οὐσίας pues allá arriba la potencia es hipóstasis y substancia o algo superior a la substancia Plot.6.4.9, τὸ δυνάμει el ser en potencia Plot.4.7.83, como μεσότης entre el Uno y el ser es χύσις καὶ ἀπειρία τοῦ ἑνός Dam.Pr.121
•como una de las tres partes integradoras del alma equiv. a ζωή op. οὐσία y ἐνέργεια Dam.Pr.71, op. νοῦς Dam.Pr.285
•δ. δυνάμεων potencia de potencias o potencia perfecta que cohesiona el universo por medio del alma, Dam.Pr.122.
2 esp., en el platonismo alma διοικοῦσι τὸ ζῷον ... τρεῖς ... δυνάμεις ... καλεῖ δ' αὐτὰς ὁ Πλάτων ψυχάς Gal.10.635.
II fisiol., medic., farm.
1 en teorías fisiol. de la filosofía natural jonia y en teorías biológicas posteriores αἱ δυνάμεις cualidades de los primeros elementos πάντα φάος καὶ νὺξ ὀνόμασται καὶ τὰ κατὰ σφετέρας δυνάμεις Parm.B 9.2, ἰσονομία τῶν δυνάμεων, ὑγροῦ, ξηροῦ ... como def. de la salud, Alcmaeo B 4
•equiv. principios activos componentes del ser vivo αἱ ἀμφὶ τὸ σῶμα δυνάμιες Hp.VM 14, αἱ δυνάμιες δὲ μεγάλαι τε ἑκάστου καὶ οὐδὲν ἡ ἑτέρη τῇ ἑτέρῃ ἐοικυῖα hay en cada cosa grandes principios activos muy distintos entre sí Hp.VM 14, χρὴ ... πάντα ... τὰ σημεῖα ... κρίνειν λογιζόμενον τὰς δυνάμιας αὐτῶν Hp.Prog.25, cuasi sinón. de στοιχεῖα Arist.PA 646a14
•tb. sg. cualidad inherente a alimentos y componentes de los organismos naturales ὧν ἕκαστον ἰδίην δύναμιν καὶ φύσιν ἔχει en la elaboración del pan, Hp.VM 13, αὕτη ἡ δύναμις οἴνου ésa es la cualidad del vino (la que provoca dolor de cabeza), Hp.VM 20, a veces representada como concreción ἡ δύναμις, ἥ ἐστι κουφοτάτη ἐν τῷ σπέρματι Hp.Nat.Puer.22, τοῦτο μεταλλάσσειν τὴν ἰδέην καὶ τὴν δύναμιν que esa substancia cambia de aspecto y de cualidad ref. humores corporales, Hp.Nat.Hom.2, cf. 5, δυνάμει θερμά calientes por su cualidad de ciertas sustancias según su acción en el cuerpo, Gal.1.672.
2 de ahí en dietética y farm. poder, acción, virtud, propiedad de alimentos, plantas, fármacos ἡ δύναμις τῶν φαρμάκων Pl.Cra.394b, πλείστην δ' ἀφίασι δύναμιν οἱ ἄρτοι ὡς θερμότατοι Dieuch.15.11, ἐλαίῳ ... ἐν τῷ στόματι μηδεμίαν δύναμιν ἐμφαίνοντι un aceite que en la boca no deje destacar ninguna propiedad especial, e.e. de ninguno de sus componentes, Dieuch.17.2, θερμαντικὴ ... ἢ ψυκτικὴ δύναμις del vino, Epicur.Fr.[21] 3, cf. Dsc.1.1.2, 2.2, ἡ καθαρτικὴ δύναμις Orib.14.43.1, ἡ δύναμις ... δριμεῖα Gal.3.356, περὶ τῆς τῶν ἁπλῶν φαρμάκων δυνάμεως tít. de una obra de Galeno, Gal.13.365, cf. Orib.14.8 tít.
•meton. remedio, medicamento φάρμακά τε καὶ δυνάμιες ἁπλαῖ καὶ ἀναγεγραμμέναι Hp.Decent.9, κεφαλικὴ δύναμις Ophth.Fr.Pap.6.1.5, περὶ τῶν βηχικῶν δυνάμεων Orib.14.44 tít., πολυφάρμακοι δυνάμεις Plu.2.408b, cf. s. cont., Timostr.7.
3 medic. poder, facultad de la que están dotados órganos y partes del cuerpo para realizar sus funciones naturales παντὶ τῷ δύναμιν ἑλκτικὴν ἔχοντι σώματι para cualquier cuerpo que posea la facultad atractiva, e.e. que esté hecho para atraer, Gal.3.368, ἡ ἀλλοιωτικὴ δύναμις Gal.3.275, ἡ ζωτικὴ δύναμις = la facultad vital Gal.1.294, op. ἡ κινητική δύναμις ‘facultad del movimiento’ en los irracionales, Steph.in Hp.Progn.162.20, αἱ φυσικαὶ δυνάμεις (τοῦ ἥπατος) Steph.in Hp.Progn.148.18, περὶ δυνάμεων φυσικῶν tít. de otra obra de Galeno, Gal.19.38.
4 cien., en la expl. de otros fenóm. naturales poder, influencia, importancia (ἀφομοιοῦν) τὸ δὲ τοῦ πυρὸς ... φῶς τῇ τοῦ ἠλίου δυνάμει Pl.R.517b, ἀναγομένου δὲ τοῦ ὑγροῦ ἀεὶ διὰ τὴν τοῦ θερμοῦ δύναμιν Arist.Mete.347a8, ἡ πέψις γίνεται ... διὰ τῆς τοῦ θερμοῦ δυνάμεως Arist.PA 650a5, medic. de síntomas τῶν κατὰ τὸ πρόσωπον σημείων ... μεγάλην ἐχόντων δύναμιν teniendo los signos del rostro una gran importancia para la diagnosis, Gal.18(2).23, astrol., de los astros sobre la vida terrestre, Gem.2.6, 17.10.
III mat. y geom.
1 potencia del número, en principio entre los pitagoróricos καττὰν δύναμιν ἅτις ἐστὶν ἐν τᾷ δεκάδι en virtud de la potencia que subyace en la década Philol.B 11, ἴδοις δέ κα ... τὰν τῶ ἀριθμῶ φύσιν καὶ τὰν δύναμιν ἰσχύουσαν Philol.ib, περὶ δυνάμεων ... Θεόδωρος ... ἔγραφε Pl.Tht.147d, cf. 148b, κατὰ μεταφορὰν δὲ ἡ ἐν γεωμετρίᾳ λέγεται δύναμις Arist.Metaph.1019b34, εὐθεῖαι δυνάμει σύμμετροί εἰσιν, ὅταν ... las rectas son conmensurables en potencia, cuando ... Euc.10 Def.2, δυνάμει = en potencia Eudem.140
•op. μήκει ‘en longitud’ Euc.10.10, cf. 21, διὰ τὸ τὰ μήκει διπλάσια εἶναι δυνάμει τετραπλάσια Simp.in Ph.67.36, cf. Hippocr.Ch.3.145
•esp. segunda potencia e.e. cuadrado κατὰ δύναμιν al cuadrado Pl.Ti.54b, Theol.Ar.11, op. τρίτη αὔξη ‘elevación al cubo’, Pl.R.587d, καλεῖται ... ὁ μὲν τετράγωνος δύναμις Dioph.4.15, cf. 16, plu. mismo sent. ἀριθμῶν τριῶν, εἴτε ὄγκων, εἴτε δυνάμεων de tres números, bien elevados al cubo, bien al cuadrado Pl.Ti.32a, tb. dat. ἡ ΒΑ (εὐθεῖα) ἐλάσσων ἐστὶν ἢ διπλασίων δυνάμει τῆς ΑΚ la recta BA es menor que el doble de la línea AK al cuadrado Archim.Sph.Cyl.2.9, cf. Hippocr.Ch.3.75, Hero Metr.1.15.
2 producto de dos números ἡ δ' ἀμφοῖν (τριάδος καὶ δυάδος) δύναμις ἑξάς Ph.1.3, ἡ δύναμις τῶν ἄκρων Iambl.in Nic.108, ἡ δεκὰς γεννᾶται δυνάμει ἐξ ἀρτίου καὶ περιττοῦ· πεντάκις γὰρ δύο δέκα Theol.Ar.63, cf. 33.
3 propiedad δύναμις ... τετράδος = propiedad de la tétrada hablando de números, Ph.1.11.
4 progresión geométrica ὁ δὲ τπεʹ (ἀριθμὸς) τῆς δυνάμει δεκάδος en la progresión 12+22+...+102 Theol.Ar.64.
IV mús.
1 función tonal de una gradación en la escala τῇ δὲ διανοίᾳ θεωροῦμεν τὰς (τῶν διαστημάτων) δυνάμεις Aristox.Harm.42.13, cf. 86.11, δύναμις δέ ἐστι τάξις φθόγγου ἐν συστήματι Cleonid.Harm.14.
2 tensión de la voz o de las cuerdas, de donde tono real de las notas emitidas κατὰ δύναμιν = según la tensión en altura real, op. κατὰ θέσιν = ‘según la tesis’, o estructura teórica en tono relativo, Ptol.Harm.51.18.
• Etimología: Nombre de acción en -ις sobre el verbo δύναμαι, q.u.
German (Pape)
[Seite 672] εως, ἡ, Vermögen, Kraft; von Homer an überall. Homer z. B. Odyss. 2, 62 ἦ τ' ἂν ἀμυναίμην, εἴ μοι δύναμίς γε παρείη; Iliad. 8, 294 οὐ μέν τοι, ὅση δύναμίς γε πάριστιν, παύομαι; Odyss. 10, 69 ἀκέσασθε, φίλοι· δύναμις γὰρ ἐν ὑμῖν; 3, 205 αἲ γὰρ ἐμοὶ τοσσήνδε θεοὶ δύναμιν παραθεῖεν, τίσασθαι μνηστῆρας; 20, 237 γνοίης χ' οἳη ἐμὴ δύναμις καὶ χεῖρες ἕπονται; Iliad. 23, 891 ὅσσον δυνάμει τε καὶ ἥμασιν ἔπλευ ἄριστος; 13, 786. 787 οὐδέ τί φημι ἀλκῆς δευήσεσθαι, ὅση δύναμίς γε πάρεστιν. πὰρ δύναμιν δ' οὐκ ἔστι καὶ ἐσσύμενον πολεμίζειν. – Folgende: 1) Vermögen, Kraft; – a) zunächst Körperkraft; αἱ τοῦ σώματος δυναμεις Plat. Theaet. 185 e; εἰ ἔτι ἐν δυνάμει ἦν τοῦ πορεύεσθαι, wenn ich noch die Kraft hätte, Rep. I, 328 c. – b) in geistiger Beziehung, Kraft, Talent, Fertigkeit; ἡ τἀγαθοῦ δύν., ἡ σοφιστικὴ δύν., Plat. Phil. 64 e Soph. 233 a; ἡγεμονική, Geschicklichkeit, Pol. 10, 22, 4. 1, 84, 6, der σωματικαὶ καὶ θυμικαὶ δύναμις vrbdt, 6, 7, 3; ἡ τῶν λεγόντων δ., Beredsamkeit, Dem. 22, 11 u. A.; ἡ τῶν λόγων δύναμις ist sowohl Kraft der Rede, als Redefertigkeit, Arist. rhet. 1, 1; δύναμιν ἔχειν πρός τι, Isocr. 2, 12. – c) allgem., Vermögen; εἰς δύναμιν, nach Vermögen, nach besten Kräften, Plat. Polit. 273 b, oft, wie Folgde; auch εἰς δύναμιν ὅτι μάλιστα, Plat. Rep. V, 458 e; eben so κατὰ δύναμιν, Phaedr. 249 c; κὰδ δύναμιν Hes. O. 834; κατὰ δύναμιν ὅτι μάλιστα διὰ βραχέων, Polit. 279 c; πρὸς τὴν δύναμιν τὴν αὑτῶν, Phaedr. 231 a; Gegensatz ὑπὲρ δύναμιν, über Vermögen, Dem. 18, 193. – 2) Ansehen u. Einfluß im Staate, politische Macht; τῇ δυνάμει πρῶτοι Thuc. 7, 21; oft bei den Rednern; ἐν δυνάμει εἶναι, γίγνεσθαι, in Ansehen stehen; Xen. Hell. 4, 4, 5; Dem. 13, 29. Auch = ein obrigkeitliches Amt, Xen. – 3) Heeresmacht, das Heer, die Truppen, im sing. u. im plur.; δεξάμενοι τὴν τῶν βαρβάρων δύναμιν Plat. Menex. 240 d; δύναμις ναυτική, πεζική, ἱππική, Xen. An. 1, 3, 12; u. so oft bei den Historikern. – 4) von der Arznei, die Heilkraft; Medic. Auch die Heilmittel selbst heißen δυνάμεις, wie B. A, p. 91 δυνάμεις τὰ τῶν ἰατρῶν φάρμακα. S. D. Sic. 1, 97. 4, 51; Plut. u. A. Vgl. Bast zu Greg. Cor. 907. – 5) der Werth, Gehalt einer Münze, Thuc. 6, 46 u. Sp.; δύναμιν ὀλίγην τῷ νομίσματι ἔδωκε Plut. Lyc. 9; Sol. 15. Dah. = die Bdtg eines Wortes; ὀνόματα τὴν αὐτὴν δύναμιν ἔχοντα Lys. 10, 7; Plat. Crat. 394 b u. öfter; οὐκ εἰδότες, τίνα δύναμιν ἔχει ταῦτα, was dies zu bedeuten hat, Pol. 3, 20, 5. Aehnl. τὸ εὐσεβὲς καὶ τὸ δίκαιον ἄν τ' ἐπὶ μικροῦ ἄν τ' ἐπί μείζονος παραβαίνῃ, τὴν αὐτὴν δύναμιν ἔχει, hat dieselbe Bedeutung, ist gleich, Dem. 9, 16. – Die Möglichkeit; entggstzt ἐνέργεια, ἐντελέχεια, oft Arist. – 6) in der Mathematik das Quadrat einer Zahl, einer Linie, Plat. Theaet. 198 b.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
puissance, càd :
I. faculté de pouvoir ; εἰς δύναμιν ὅτι μάλιστα PLAT le plus possible, tout le possible ; πάσῃ δυνάμει ESCHN par tous les moyens possibles ; παρὰ δύναμιν, ὑπὲρ δύναμιν, au delà du possible;
II. abs. pouvoir, puissance, force :
1 force physique ; πὰρ δύναμιν IL au-dessus des forces (de qqn);
2 force morale (du caractère, de l'intelligence, de la parole, etc.) : ἡ τῶν λόγων δύναμις ARSTT puissance de la parole ; abs. faculté, art, science (rhétorique, logique, médecine);
3 en gén. puissance des choses : δύναμις τῶν φυομένων XÉN vertu des plantes ; abs. αἱ δυνάμεις plantes médicinales ; δύναμις τῆς γῆς XÉN fécondité de la terre ; de même, valeur d'une monnaie, valeur ou signification d'un mot;
4 force militaire, forces, troupes ; δύναμις καὶ πεζὴ καὶ ἱππικὴ καὶ ναυτική XÉN forces en infanterie, en cavalerie et en vaisseaux;
III. abs. la puissance, le pouvoir : θεῶν δύναμις EUR le pouvoir des dieux ; ἐν δυνάμει εἶναι XÉN être puissant;
NT: aptitude ; miracle.
Étymologie: δύναμαι.
Russian (Dvoretsky)
δύνᾰμις: εως, ион. ιος (ῠ) ἡ
1 сила, мощь (αἱ τοῦ σώματος δυνάμεις Plat. и σωματικὴ δύναμις Polyb.; ἡ τοῦ θερμοῦ δύναμις, τοῦ κινοῦντος δύναμις Arst.): ὅση δύναμις πάρεστιν или οἵη ἐμὴ δύναμις καὶ χεῖρες ἕπονται Hom. насколько хватит (моих) сил; ὁ νόμος ἀναγκαστικὴν ἔχει δύναμιν Arst. закон имеет принудительную силу; ἡ τῶν λόγων δύναμις Arst. и τῶν λεγόντων δύναμις Dem. сила красноречия;
2 могущество, власть (θεῶν Eur.; κατὰ θάλατταν Arst.): δυνάμει προύχοντες Thuc. превосходящие по силам; ἡγεμονικὴ δύναμις Polyb. авторитет полководца;
3 способность, возможность (τῆς ὄψεως, τοῦ φθέγγεσθαι Arst.): κατὰ, πρὸς и εἲς δύναμιν Plat. по (в меру) возможности, насколько возможно; παρὰ δύναμιν Thuc. и ὑπὲρ δύναμιν Dem. сверх возможного;
4 свойство (τῶν φυομένων ἐκ τῆς γῆς αἱ δυνάμεις Xen.): ἡ τῆς γῆς δύναμις Xen. плодородие почвы;
5 филос. возможность, потенция: τὸ δυνάμει (или κατὰ δύναμιν) ὄν, ἐντελεχείᾳ (или ἐνεργείᾳ) μὴ ὄν Arst. существующее потенциально, но не в действительности;
6 вооруженные силы, войска (δ. καὶ πεζὴ καὶ ἱππικὴ καί ναυτική Xen.; αἱ τῶν Καρχηδονίων δυνάμεις Polyb.);
7 ценность, стоимость (χρημάτων Thuc.; τοῦ νομίσματος Plut.);
8 значение, смысл (ὀνομάτων Plat., Lys.; τὴν αὐτὴν δύναμιν ἔχειν Lys., Dem.; οὐκ εἰδότες τίνα δύναμιν ἔχει τοῦτο Polyb.);
9 средство, снадобье (τὰς τριχὰς δυνάμεσί τισι ποιῆσαι πολιάς Diod.; κόκκοι τινὲς καὶ δυνάμεις ἄλλαι Plut.);
10 мат. степень, преимущ. квадратная Plat., Arst.;
11 мат. сторона квадрата Plat.
Greek (Liddell-Scott)
δύνᾰμις: [ῠ], ἡ, γεν. -εως, Ἰων. -ιος, Ἰων. δοτ. δυνάμι· (δύναμαι) - δύναμις, ἰσχύς, ῥώμη· παρ’ Ὁμήρῳ ἰδίως ἐπὶ σωματικῆς δυνάμεως, εἴ μοι δύναμίς γε παρείη Ὀδ. Β.62. πρβλ. Ἰλ. Θ. 294· οἵη ἐμὴ δύναμις καὶ χεῖρες Ὀδ. Υ. 237· οὕτως ἡ δύναμις τῶν νέων Ἀντιφῶν 127. 24, κτλ.·- ἐντεῦθεν καθόλου, δύναμις, ἰσχύς, ἱκανότης πρὸς πρᾶξίν τινος, ὅση δύναμίς γε πάρεστιν, Ἰλ. Θ. 294· πὰρ δύναμιν, παρὰ τὴν δύναμιν, πέρα τῆς δυνάμεώς τινος, Ν. 787· παρὰ πεζοῖς, παρὰ δύναμις Θουκ. 1. 70, κτλ.· ὑπὲρ δύναμις Δημ. 292. 25· ἀντίθ. κατὰ δ., ὅσον δύναταί τις, ὅσον ἰσχύει τις, Λατ. pro virili, Ἡρόδ. 3. 142, κτλ. (κὰδ δύναμις παρ’ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 334)· οὕτως, εἰς δύναμιν Κρατῖν. Πυλ. 3, Πλάτ. Πολ. 458Ε, κτλ· πρὸς δύναμις ὁ αὐτ. Φαίδρ. 231Α. 2) ἐξωτερικὴ δύναμις, ἰσχύς, βαρύτης, ἀξίωμα, Λατ. potentia, opes, Αἰσχύλ. Πέρσ. 174, Ἀγ. 779, Ἡρόδ. 1. 90, Θουκ. 7. 21, κτλ.· ἐν δύναμις εἶναι, γίγνεσθαι Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 5, Δημ. 174, 27. 3) δύναμις διὰ πόλεμον, στρατιωτικαὶ δυνάμεις, δύναμις πεζικὴ Ἡρόδ. 5. 100, κτλ.· δύναμις καὶ πεζὴ καὶ ἱππικὴ καὶ ναυτική Ξεν. Ἀν. 1. 3, 12. 4) δύναμις, ποσότης, Λατ. vis, χρημάτων δύναμις Ἡρόδ. 7. 9, πρβλ. Θουκ. 9. 97., 6. 46. ΙΙ. δύναμις, ἱκανότης, αἱ τοῦ σώματος δυνάμεις Πλάτ. Θεαίτ. 185Ε· ἡ δύναμις τῆς ὄψεως Πλάτ. Πολ. 532Α· ἡ τῶν λεγόντων δύναμις Δημ. 596. 21· μετὰ γεν. πράγμ. ἱκανότης διά τι, τῶν ἔργων Ἀριστ. Πολ. 5. 9. 1· τοῦ λέγειν ὁ αὐτ. Ῥητ. 1. 6, 14· τοῦ λόγου, τῶν λόγων Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 52, Ἂλεξ. Ἱππ. 1· ἀπόλ., πᾶσα φυσικὴ ἢ ἠθικὴ ἱκανότης, ἣν δύναταί τις νὰ τελειοποιήσῃ διὰ τῆς ἀσκήσεως καὶ μεταχειρισθῇ διὰ καλὸν ἢ διὰ κακόν. Ἀριστ. Τοπ. 4. 5, 9, Μ. Ἠθ. 1.2, 2., 7.2· - ὡσαύτως ἐπὶ τῶν φυσικῶν δυνάμεων φυτῶν, κτλ., αἱ δύναμις τῶν φυομένων, τῶν σπερμάτων Ξεν. Κύρ. 8. 8, 14, κτλ.· ἡ παραγωγὸς δύναμις, τῆς γῆς ὁ αὐτ. Οἰκ. 16, 4· μετάλλων ὁ αὐτ. Πόρ. 4, 1. 2) δύναμις, τέχνη, ὡς ἰατρική, λογική, ῥητορική, Ἀριστ. Μεταφ. 4. 12, 11., 8. 2, 1. 3) ἰατρικόν, φάρμακον, Ἱππ. · πρβλ. Bast Γρηγ. σ. 907. ΙΙΙ. ἡ δύναμις ἢ σημασία λέξεως, Λυσ. 10. 7, Πλάτ. Κρατ. 394Β, κτλ. 2) ἡ ἀξία τῶν χρημάτων, Θουκ. 6. 46, πρβλ. 2. 97, Πλούτ. Λυκ. 9, Σόλ. 15. IV. ἱκανότης εἰς τὸ ὑπάρχειν ἢ ἐνεργεῖν, Λατ. potentia, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν πραγματικὴν ὕπαρξιν ἢ ἐνέργειαν (ἐνέργεια, ἐντελέχεια, Ἀριστ. Μεταφ. 8. 6, 9)· ἐντεῦθεν, δυνάμει, ὡς ἐπίρρ., ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει… ἐστὶ Δημ. 32.19· κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἐνεργείᾳ, Λατ. actu), Ἀριστ. Ἀν. Ὑστ. 1.24, ἐν τέλ.· ἢ πρὸς τὸ ἐντελεχείᾳ, ὁ αὐτ. Μεταφ. 3.5,1 κ. ἀλλ.· ἴδε ἐνέργεια ΙΙ. V. ὡς μαθηματ. ὅρος, potentia, ἐν τῇ γεωμετρίᾳ τὸ τετράγωνον εὐθείας γραμμῆς καὶ ἐν τῇ ἀριθμητικῇ ἰδίως τὸ τετράγωνον ἀριθμοῦ, Πλάτ. Θεαίτ. 147D κἑξ.· εὐθεῖαι δυνάμει σύμμετροί εἰσιν, ὅταν τὰ ὑπ’ αὐτῶν τετράγωνα τῷ αὐτῷ χωρίῳ μετρῆται Εὐκλ. 10. Ὁρ. 3· πρβλ. δύναμαι ΙΙ. 4.
English (Slater)
δῠνᾰμις (-ις, -ιν) power, resources cf. Fränkel, W & F 359. ξένον μή τιν' δύναμιν κυριώτερον τῶν γε νῦν (sc. Ἱέρωνα) (O. 1.104) τόλμα δὲ καὶ ἀμφιλαφὴς δύναμις ἕσποιτο (sc. ἐμοί i. e. poetic resource) (O. 9.82) τελεῖ δὲ θεῶν δύναμις καὶ τὰν παρ' ὅρκον καὶ παρὰ ἐλπίδα κούφαν κτίσιν (O. 13.83) Λοκρὶς παρθένος διὰ τεὰν δύναμιν δρακεῖσ' ἀσφαλές i. e. through the power of Hieron (P. 2.20) σοφοὶ δέ τοι κάλλιον φέροντι καὶ τὰν θεόσδοτον δύναμιν (P. 5.13) εἶδε γὰρ ἐκνόμιον λῆμά τε καὶ δύναμιν υἱοῦ i. e. his physical strength (N. 1.57) διείργει δὲ (ἡμᾶς sc.) πᾶσα κεκριμένα δύναμις (N. 6.3) εὐθυμίᾳ σκιαζέτω νόημ' ἄκοτον ἐπὶ μέτρα, ἰδὼν δύναμιν οἰκόθετον (Pae. 1.4) ]δύναμις ἀρκεῖ (ὧν σοι] e. g. supp. Snell) Πα. 1. . ]δυνᾳμ[ ?fr. 333d. col. 2. 16.
English (Abbott-Smith)
δύναμις, -εως, ἡ (< δύναμαι), [in LXX for עֹז,גּבוּרָה,צָבָה,(חֵיל) חַיִל, etc.; 35 words in all;]
power, might, strength; relatively, ability, power to perform: Mt 25:15, Ac 3:12, He 11:11; κατὰ δ., II Co 8:3; παρὰ δ., ib.; ὑπὲρ δ., II Co 1:8; of pecuniary ability, II Co 8:3, Re 18:3; absol., power, might: Lk 24:49, Ac 1:8; opp. to ἀσθένεια, I Co 15:43; ἡ δύναμις τ. ἁμαρτίας, I Co 15:56; of power in action, Ro 1:16, 20 I Co 1:18, Phl 3:10, al.; ἡ δύναμις τ. θεοῦ, Mt 22:29, Mk 12:24, Ro 1:20, al.; opp. to μόρφωσις, II Ti 3:5; in doxologies, Re 4:11 7:12, al.; ἐν δ., Mk 9:1, Lk 4:36, Ro 1:4, al.; of the power of performing miracles, Ac 6:8, II Th 2:9; pl., Mt 13:54, Mk 6:14, Ga 3:5, al.; of the force or meaning of a word (Plat., al.), I Co 14:11. By meton., of persons or things;
(a)of God, Mt 26:64, Mk 14:62 (Dalman, Words, 200ff.);
(b)of angels, Ro 8:38, Eph 1:21, I Pe 3:22;
(c)of armies, pl. [LXX for צְבָאוֹת], metaph., of the stars, Mt 24:29, Mk 13:25, Lk 21:26;
(d)of that wh. manifests God's power: Christ, I Co 1:24; τ. εὐαγγέλλιον, Ro 1:16; ἡ δύναμις τ. κυρίου, I Co 5:4;
(e)of mighty works (Tr., Syn., §xci), δύναμις ποιεῖν, Mk 6:5 9:39; pl., Mt 7:22, Mk 6:2, Lk 10:13, al.; σημεῖακ. δ., Ac 8:13; δύναμις κ. τέρατα κ. σημεῖα, Ac 2:22, II Co 12:12. SYN.: βία, ἐνέργεια, ἐξουσία, ἰσχύς, κράτος (v. Tr., l.c.; Cremer, 218, 236; DB, i, 616; iv, 29; DCG, i, 607; ii, 188).
English (Strong)
from δύναμαι; force (literally or figuratively); specially, miraculous power (usually by implication, a miracle itself): ability, abundance, meaning, might(-ily, -y, -y deed), (worker of) miracle(-s), power, strength, violence, mighty (wonderful) work.
English (Thayer)
δυνάμεως, ἡ; (from Homer down); the Sept. for חַיִל, גְּבוּרָה, עֹז, כֹּחַ, צָבָא (an army, a host); strength, ability, power;
a. universally, "inherent power, power residing in a thing by virtue of its nature, or which a person or thing exerts and puts forth": ἡ δύναμις ἐν ἀσθένεια τελεῖται (R G τελειοῦται)); ἰδίᾳ δυνάμει, μεγάλη δυνάμει, ἑκάστῳ κατά τήν ἰδίαν δύναμιν, ὑπέρ δύναμιν, beyond our power, ἐν δυνάμει namely, ὤν, endued with power, ἔρχεσθαι ἐν δυνάμει, powerfully, evidently, ἐν δυνάμει σημείων καί τεράτων, through the power which I exerted upon their souls by performing miracles, δύναμις εἰς τί, δύναμις ἐπί τά δαιμόνια καί νόσους θεραπεύειν, ἡ δύναμις τῆς ἁμαρτίας ὁ νόμος, sin exercises its power (upon the soul) through the law, i. e. through the abuse of the law, τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, the power which the resurrection of Christ has, for instructing, reforming, elevating, tranquilizing, the soul, τῆς εὐσεβείας, inhering in godliness and operating upon souls, δυνάμεις μέλλοντος αἰῶνος (see αἰών, 3), τό πνεῦμα τῆς δυνάμεως (see πνεῦμα, 5), δύναμις is used of the power of angels: τοῦ ἐχθροῦ, i. e. of the devil, τοῦ δράκοντος, δυνάμεις (cf. (Philo de mutat. nora. § 8 δυνάμεις ἀσωματοι) Meyer as above; Lightfoot on ἄγγελος): ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ, universally, the power of God: δύναμις ὑψίστου, ἡ δύναμις, especially in doxologies, the kingly power of God, הַגְּבוּרָה in Jewish writings; cf. Buxtorf Lex. talm. Colossians 385 (p. 201f, Fischer edition)) equivalent to ὁ δυνατός, δύναμις τοῦ Θεοῦ is used of the divine power considered as acting upon the minds of men, εἰς τινα, WH in brackets); ἐνδύεσθαι δύναμιν ἐξ ὕψους, δυνάμεις Θεοῦ: thus, ὁ Χριστός, ὁ λόγος τοῦ σταυροῦ, τό εὐαγγέλιον, with the addition εἰς σωτηρίαν παντί, etc. Winer's Grammar, § 36,3b.). δύναμις is ascribed to Christ, now in one sense and now in another: a power to heal disease proceeds from him, ἄγγελοι τῆς δυνάμεως αὐτοῦ (see ἄγγελος, 2), ministering to his power, Winer's Grammar, § 34,3b. note); metaphysical (or essential) power, viz. that which belongs to him as ὁ θεῖος λόγος, in the expression τό ῤῆμα τῆς δυνάμεως αὐτοῦ, the word uttered by his power, equivalent to his most powerful will and energy, R G; and called ἡ θεία αὐτοῦ δύναμις in ἡ δύναμις τοῦ κυρίου, the power of Christ invisibly present and operative in Christian church formally assembled, δύναμις τοῦ ἁγίου πνεύματος: Winer's Grammar, 125 (119)); πνεῦμα ἅγιον καί δύναμις, ἀπόδειξις πνεύματος καί δυνάμεως (see ἀπόδειξις, b.), ἐν τῇ δυνάμει τοῦ πνεύματος, under or full of the power of the Holy Spirit, ἐν δυνάμει πνεύματος ἁγίου, by the power and influence of the Holy Spirit, the power of performing miracles: πᾶσα δύναμις, every kind of power of working miracles (with the addition of καί σημείοις καί τέρασι), ἐνεργήματα δυνάμεων, a mighty work (cf. Winer's Grammar, 32; Trench, § xci.): δύναμιν ποιεῖν, σημεῖα, σημεῖα καί τέρατα, ποιεῖν δυνάμεις, γίνονται δυνάμεις, moral power and excellence of soul: the power and influence which belong to riches; (pecuniary ability), wealth: τοῦ στρήνους, 'riches ministering to luxury' (Grotius), κατά δύναμιν καί ὑπέρ (others, δύναμιν, according to their means, yea, beyond their means, חַיִל, the Sept. Xenophon, Cyril 8,4, 34; an. 7,7, 21 (36)).
e. power and resources arising from numbers: power consisting in or resting upon armies, forces, hosts, (Song of Solomon, both in singular and in plural, often in Greek writings from Herodotus, Thucydides, Xenophon, on; in the Sept. and in Apocrypha); hence, δυνάμεις τοῦ οὐρανοῦ, the host of heaven, Hebraistically the stars: δυνάμεις ἐν τοῖς οὐρανοῖς, הַשָּׁמַיִם צְבָא, σαβαώθ).
g. Like the Latin vis and potestas, equivalent to the (force i. e.) meaning of a word or expression: Plato, Crat., p. 394h.; Polybius 20,9, 11; Dionysius Halicarnassus 1,68; Dio Cuss. 55,3; others). [ SYNONYMS: βία, δύναμις, ἐνέργεια, ἐξουσία, ἰσχύς, κράτος βία, force, effective, often oppressive power, exhibiting itself in single deeds of violence; δύναμις, power, natural ability, general and inherent; ἐνέργεια, working, power in exercise, operative power; ἐξουσία, primarily liberty of action; then, authority — either as delegated power, or as unrestrained, arbitrary power; ἰσχύς, strength, power (especially physical) as an endowment κράτος, might, relative and manifested power — in the N.T. chiefly of God; τῷ κράτει τῆς ἰσχύος, τήν ἐνέργειαν τῆς δυναμμεως, τήν ἐνέργειαν τοῦ κράτους τῆς ἰσχύος, Schmidt, chapter 148; Lightfoot on Ephesians 1:19.]
Greek Monotonic
δύνᾰμις: [ῠ], ἡ, γεν. -εως, Ιων. -ιος, Ιων. δοτ. δυνάμι·
I. 1. ισχύς, δύναμη, ρώμη, σε Όμηρ.· έπειτα, γενικά, δύναμη, δυνατότητα, ικανότητα να κάνω κάτι, στον ίδ.· παρὰ δύναμιν, πέρα από τις δυνάμεις κάποιου, σε Θουκ.· ὑπὲρ δ., σε Δημ.· κατὰ δ., ως το σημείο που μπορεί κάποιος, Λατ. pro virili, σε Ηρόδ.
2. εξουσία, εξωτερική δύναμη, ισχύς, βαρύτητα, αξίωμα, σε Αισχύλ. κ.λπ.
3. στρατιωτική δύναμη για τον πόλεμο, στρατιωτικές δυνάμεις, σε Ξεν.
4. ποσότητα, Λατ. vis, χρημάτων δ., σε Ηρόδ. κ.λπ.
II. δύναμη, ικανότητα, δεξιότητα, αἱ τοῦ σώματος δυνάμεις, σε Πλάτ. κ.λπ.· επίσης, λέγεται για τα φυτά κ.λπ., σε Ξεν.
III. 1. νόημα, σημαινόμενο ή σημασία μιας λέξης, σε Πλάτ. κ.λπ.
2. αξία ή αντίτιμο, κόστος των χρημάτων, σε Θουκ.
Middle Liddell
[from δύναμαι
I. power, might, strength, Hom.: then, generally, strength, power, ability to do a thing, Hom.; παρὰ δύναμιν beyond one's strength, Thuc.; ὑπὲρ δύναμις Dem.; κατὰ δύναμις as far as lies in one, Lat. pro virili, Hdt.
2. power, might, authority, Aesch., etc.
3. a force for war, forces, Xen.
4. a quantity, Lat. vis, χρημάτων δύναμις Hdt., etc.
II. a power, faculty, capacity, αἱ τοῦ σώματος δυνάμεις Plat., etc.; also of plants, etc., Xen.
III. the force or meaning of a word, Plat., etc.
2. the worth or value of money, Thuc.
Chinese
原文音譯:dÚnamij 低那米士
詞類次數:名詞(120)
原文字根:才能 相當於: (חַיִל / חֵילֵךְ) (כֹּחַ) (צָבָא)
字義溯源:能力,權力,才能,力量,異能,大能,權能,權勢,奇事,強壯,實質,威勢,威能,有能,意思;源自(δύναμαι)*=能夠)。在新約這字用來描寫:
1)神的大能( 太22:29)
2)主耶穌基督的權能( 林前5:4)
3)聖靈的能力( 羅15:13)
4)福音的大能( 羅1:16)
5)十字架的大能( 林前1:18)
6)神的愛奇妙能力( 羅8:38,39)
7)人子降臨的大能力( 可13:25)自然,還有其他的大能大力。
同義字:1) (δύναμις)能力,權力 2) (ἐξουσία)特權,權柄 3) (ἰσχύς)力量 4) (κράτος)權力,權能 5) (κυριότης)統治權,主治的
出現次數:總共(120);太(13);可(10);路(15);徒(10);羅(8);林前(15);林後(10);加(1);弗(5);腓(1);西(2);帖前(1);帖後(3);提後(3);來(6);彼前(2);彼後(3);啓(12)
譯字彙編:
1) 能力(41) 太24:30; 可5:30; 可13:26; 路1:17; 路1:35; 路4:14; 路4:36; 路5:17; 路6:19; 路8:46; 路9:1; 路10:19; 路24:49; 徒1:8; 徒3:12; 徒4:7; 徒4:33; 徒6:8; 徒10:38; 羅15:13; 羅15:18; 羅15:18; 林前1:24; 林前6:14; 林後1:8; 林後4:7; 林後12:9; 林後12:9; 弗1:19; 弗3:16; 西1:11; 提後1:7; 提後1:8; 來11:11; 彼前1:5; 彼後1:3; 啓1:16; 啓12:10; 啓13:2; 啓15:8; 啓17:13;
2) 異能(18) 太7:22; 太11:20; 太11:21; 太11:23; 太13:54; 太13:58; 太14:2; 可6:2; 可6:5; 可6:14; 可9:39; 路10:13; 路19:37; 徒8:13; 林後12:12; 加3:5; 帖後2:9; 來2:4;
3) 權能(16) 可9:1; 路21:27; 羅1:20; 羅9:17; 林前4:19; 林前4:20; 林前5:4; 帖前1:5; 來1:3; 來6:5; 彼後1:16; 啓4:11; 啓5:12; 啓7:12; 啓11:17; 啓19:1;
4) 大能(15) 太22:29; 可12:24; 羅1:4; 羅1:16; 林前1:18; 林前2:5; 林後6:7; 林後13:4; 林後13:4; 弗3:7; 弗3:20; 腓3:10; 西1:29; 帖後1:11; 來7:16;
5) 力量(4) 林後8:3; 林後8:3; 彼後2:11; 啓3:8;
6) 權勢(4) 太24:29; 可13:25; 路21:26; 林前15:56;
7) 威勢(2) 來11:34; 啓18:3;
8) 權能者的(2) 太26:64; 可14:62;
9) 行異能的(2) 林前12:28; 林前12:29;
10) 有能的(2) 羅8:38; 弗1:21;
11) 有能者(1) 林前15:24;
12) 強壯(1) 林前15:43;
13) 實質(1) 提後3:5;
14) 有能力的(1) 彼前3:22;
15) 意思(1) 林前14:11;
16) 權能的(1) 帖後1:7;
17) 奇事(1) 徒19:11;
18) 權能者(1) 路22:69;
19) 才幹(1) 太25:15;
20) 用異能(1) 徒2:22;
21) 能者(1) 徒8:10;
22) 大能的(1) 林前2:4;
23) 權柄(1) 太6:13;
24) 異能的(1) 林前12:10
English (Woodhouse)
amount, authority, capacity, faculty, force, influence, meaning, power, strength, sum, virtue, military force, military strength, natural ability, natural capacity, numbers, operativeness, parts, square root
Léxico de magia
ἡ 1 poder, fuerza de un dios ἐπικαλοῦμαί σε, ... τὸν τὰ πάντα φωτίζοντα καὶ διαυγάζοντα τῇ ἰδίᾳ δυνάμει τὸν σύμπαντα κόσμον te invoco a ti, el que todo lo ilumina y con su propio poder llena de claridad a todo el cosmos P IV 991 ἐπικαλοῦμαί σε ... ὁ ἐν τῇ δυνάμει τὰ πάντα διοικῶν te invoco a ti, el que administra todo con su poder P LXXVII 7 εἴσελθε, φάνηθί μοι, κύριε, ὁ ἐν πυρὶ τὴν δύναμιν καὶ τὴν ἰσχὺν ἔχων ven, muéstrate a mí, señor, el que tiene en el fuego la fuerza y el poder P IV 1024 καλῶ σε, ἐν τῷ βυθῷ τὴν δύναμιν ἔχουσαν te invoco a ti, que en lo profundo tienes tu fuerza P XIII 1073 P XXXVIII 4 (fr. lac.) ἐγώ εἰμι ὁ ἐπὶ τοῦ λωτοῦ τὴν δύναμιν ἔχων yo soy el que sobre el loto tiene el poder SM 6 1 θεὲ μέγιστε, ὅς ὑπερβάλλεις τὴν πᾶσαν δύναμιν, ἐπικαλοῦμαί σε dios supremo, que sobrepasas todo poder, te invoco a ti P XII 285 ἰσχύει σου ἡ δ., κύριε poderosa es tu fuerza, señor P IV 642 ἔστιν γὰρ δυνάμεως ὄνομα τοῦ μεγάλου θεοῦ καὶ σφραγίς pues es el nombre del poder del gran dios y su sello P VII 582 ἔχω τὴν δύναμιν τοῦ μεγάλου θεοῦ, ο<ὗ> οὐκ ἔξεστιν ὄνομα οὐδενὶ ὀνομάζειν tengo la fuerza del gran dios, cuyo nombre a nadie está permitido pronunciar P LXI 24 ὁρκίζω τὴν σὴν δύναμιν, τὴν πᾶσι μεγίστην conjuro a tu fuerza, la más grande en todo P I 344 P XII 137 ἀνάγκασον αὐτοὺς ποιῆσαι τῇ σ<ῇ> ἀεὶ ἰσχυρᾷ καὶ κρατ<αι>ᾷ δυνάμει πάντα τὰ ὑπ' ἐμοῦ γραφόμενα oblígales con tu fuerza siempre poderosa y dominadora a hacer todo lo que yo he escrito P XII 52 κύον, ἀνάλαβε σεαυτοῦ τὴν πᾶσαν ἐξουσίαν καὶ πᾶσαν δύναμιν perro, reúne toda tu fuerza y todo tu poder (ref. a Anubis) P XVIIa 5 κύριε, δεῖξον αὐτοῖς ταχεῖαν τὴν δύναμίν σου señor, muéstrales rápidamente tu poder SM 59 6 διαέγειρον τῇ δυνάμει τοῦ αἰωνίου θεοῦ τόδε τὸ σῶμα despierta con el poder del dios eterno este cuerpo P XIII 279 δεῖξον τὴν δύναμίν σου, καὶ ἐξέλθῃ τὸ πιττάκιον muestra tu fuerza y que la tablilla sea eficaz C 8b 5 ἀξιῶ καὶ παρακαλῶ τὴν δύναμιν σου pido y suplico tu poder SM 41 7 διὰ τὴν δύναμιν τοῦ πατρὸς καὶ τοῦ υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου πνεύματος por el poder del Padre, del Hijo y del Espíritu Santo C 15a 18 C 5a 14 C 15b 5 de un demon τῇ σῇ δυνάμει ἤδη ἔγγαιος, ναὶ ναί, φαῖνέ μοι con tu poder ya como habitante de la tierra, sí, sí, muéstrate a mí P I 90 2 fuerza, poder mágico μύσται τῆς ἡμετέρας δυνάμεως ταύτης iniciados en este nuestro poder P IV 477 ἐπιδεικνύμενος τὴν δύναμιν τῆς θείας αὑτοῦ μαγείας mostrando la fuerza de su magia divina P IV 2449 ἐπὶ τῷ φοροῦντί μοι τήνδε τὴν δύναμιν ... ἄσπιλον ἀπὸ παντὸς κινδύνου τηρηθῆναι a mí que llevo esta fuerza mágica conservada libre de todo peligro P XII 260 de un libro ἐπιγνοὺς γὰρ τῆς βίβλου τὴν δύναμιν κρύψεις, ὦ τέκνον pues una vez que conozcas el poder de este libro, lo mantendrás oculto, hijo P XIII 741 de una fórmula ἔχει γὰρ δύναμιν Πνούθεως λόγος πείθειν θεοὺς καὶ πάσας τὰς θεάς pues la fórmula de Pnutis tiene poder para convencer a dioses y a todas las diosas P I 52 ἔστιν δὲ ἰσχυρὰ ἡ δύναμις es grande su fuerza P VII 918 P IV 3171 de una piedra δὸς ... δύναμιν ᾧ ἐπιτελοῦμαι σήμερον τῷ δεῖνα λίθῳ ... πρὸς τὸν δεῖνα da fuerza a esta piedra con la que hoy celebro contra fulana P IV 1617 de un anillo (δακτυλίδιον) ἐνδόξους ποιεῖ καὶ μεγάλους ... κατὰ δύναμιν el anillo hace a los hombres famosos y grandes P XII 272 de una imagen ἐπεκαλεσάμην σέ, ... ὅπως δῷς θείαν καὶ μεγίστην δύναμιν τούτῳ τῷ ξοάνῳ te he invocado para que concedas una divina y suprema fuerza a esta imagen grabada P XII 302 de una planta αὐτῷ γὰρ ἥδεται τὸ θεῖον καὶ τὴν δύναμιν παρέσχετο pues con él se complace la divinidad y le ha proporcionado su fuerza P XIII 102 P XIII 358 P XIII 657 de una entidad ἀποσκεδασθῆτω μου πᾶσα φλόξ, πᾶσα δύναμις οὐσίας, προστάγματι Αὐτοῦ ἀεὶ ὄντος que se aleje de mí toda llama, todo poder de entidad mágica, por orden de Aquel que existe eternamente P XIII 301 3 fuerza como conjunto de seres superiores ὁρκίζω σε ... ὃν εὐλογεῖ πᾶσα ἐνουράνιος δύναμις ἀγγέλων, ἀρχαγγέλων te conjuro a ti, a quien bendice toda fuerza celestial de ángeles y arcángeles P IV 3051 καλῶ σε, πατέρα τῶν ὅλων δυνάμεων, πατέρα τοῦ ἅπαντος κόσμου te invoco a ti, padre de todas las fuerzas, padre de todo el cosmos P XXIIb 4 P XXIIb 7
Translations
power
Arabic: قُوَّة, طَاقَة; Armenian: ուժ; Albanian: fuqi; Aromanian: puteari, puteare, fortsã, dinami, vãrtuti; Azerbaijani: güc; Bashkir: көс; Bengali: জোর, তাকত; Bulgarian: сила; Catalan: poder, potència; Chinese Mandarin: 力量, 能量, 功率; Czech: síla; Dutch: kracht; Esperanto: potenco; Estonian: jõud; Extremaduran: poel; Fiji Hindi: taagat; Finnish: voima, vahvuus, voimakkuus; French: puissance; Galician: forza; Georgian: ძალა, ღონე; German: Kraft, Stärke; Greek: δύναμη; Ancient Greek: δύναμις; Hebrew: כוח \ כֹּחַ; Hindi: शक्ति, बल, ताक़त; Hungarian: erő; Indonesian: kekuatan; Irish: cumhacht; Italian: potenza, forza; Japanese: 力; Khmer: កម្លាំង; Korean: 힘, 역량(力量); Kurdish Central Kurdish: زەبر, قووەت; Northern Kurdish: hêz, qewet, zever; Kyrgyz: күч; Latgalian: spāks; Latin: potentia, vis; Latvian: spēks; Lithuanian: jėga, galia; Macedonian: сила, моќ; Malagasy: hery; Malay: kuasa; Maranao: menang; Norwegian Bokmål: kraft; Oromo: humna; Persian: قدرت, زور, نیرو; Plautdietsch: Krauft; Polish: siła; Portuguese: força, potência; Romanian: putere, forță, tărie; Russian: сила, мощь, дурь; Sanskrit: बल, सहस्; Sicilian: putènzia, forza; Sidamo: wolqa; Slovak: sila; Slovene: moč; Somali: quwad, xoog; Spanish: potencia, poder; Swahili: nguvu; Swedish: kraft; Tagalog: lakas; Telugu: శక్తి, బలము; Thai: แรง, กำลัง; Tocharian B: warkṣäl; Turkish: güç; Urdu: طاقت, قوت, شکتی; Welsh: pŵer; Yakut: күүс
potency
Bulgarian: мощ, могъщество; Finnish: valta; Galician: potencia; Ancient Greek: δύναμις; Hebrew: כוח; Kazakh: құдірет; Latin: potestas; Malayalam: വീര്യം; Polish: potencja; Romanian: potență, putere; Ugaritic: 𐎓𐎇; Yiddish: כּוח
might
Arabic: قُوَّة; Armenian: զորություն, հզորություն; Azerbaijani: qüdrət; Bulgarian: мощ, могъщество; Czech: moc; Dutch: macht; Finnish: mahti, voima; French: pouvoir, puissance; Georgian: სიძლიერე; German: Macht; Gothic: 𐌼𐌰𐌷𐍄𐍃; Ancient Greek: κράτος, δύναμις; Hungarian: hatalom; Italian: potere; Korean: 위력(威力); Latin: potestas, potentia; Macedonian: моќ; Occitan: poténcia, poder; Old English: afol; Plautdietsch: Macht; Polish: potęga, moc; Portuguese: potência; Russian: мощь, могущество; Scots: micht; Scottish Gaelic: cumhachd; Slovene: moč, mogota; Spanish: potestad, potencia, poder; Swedish: makt; Tocharian B: maiyyo; Turkish: güç; Ugaritic: 𐎓𐎇; Ukrainian: міць, могутність
remedy
Arabic: تِرْيَاق; Moroccan Arabic: دْوا; Asturian: remediu; Azerbaijani: tibb; Bashkir: дауа; Bengali: দাওয়াই, এলাজ; Bulgarian: лекарство; Catalan: remei; Chinese Mandarin: 治療/治疗, 療法/疗法; Czech: lék, léčba; Dutch: remedie; Finnish: lääke, parannuskeino, hoito; French: remède; Galician: remedio; German: Heilmittel; Greek: γιατρικό; Ancient Greek: ἀδιουτώριον, ἄκεσις, ἄκεσμα, ἄκεστρον, ἄκημα, ἄκος, ἀλαλκτήριον, ἀλέα, ἀλέξημα, ἀλέξησις, ἀλεξητήριον, ἀλέξιον, ἀλεξιφάρμακον, ἀλθεστήρια, ἄλθος, ἄλκαρ, ἀλκτήριον, ἀλκτήριον φάρμακον, ἀντίδοτον, ἀντίλυτρον, ἀντιπάθιον, ἀντίτομον, ἁρμονία, ἀφορμία, βοήθημα, βοήθησις, δύναμις, ἐγκυητήριον, ἔλαρ, ἐξάλειπτρον, εὕρεμα, εὕρημα, ἴαμα, ἴασις, ἰατρεῖον, ἰάτρευμα, ἰάτρευσις, ἴημα, ἴησις, ἰητρεῖον, μῆχος, παρηγόρημα, σχετήριον, τὸ ἀλεξητήριον, τὸ ἀντιπαθές, τὸ ἄρκιον, τὸ βοηθηματικόν, φαρμακεία, φαρμάκευμα, φαρμάκιον, φάρμακον, χραισμήϊον, χραίσμημα, χραίσμησις; Haitian Creole: remèd; Hebrew: מָזוֹר; Hindi: दरमन, इलाज, औषध; Hungarian: orvosság; Italian: rimedio, medicamento; Japanese: 療法; Korean: 요약(療藥); Latin: remedium; Malay: pengubat, rawatan; Maori: rongoā; Norman: r'miède; Occitan: remèdi; Persian: درمان; Polish: lekarstwo, lek; Portuguese: remédio; Romanian: remediu; Russian: лекарство, средство; Sanskrit: भेषज; Scottish Gaelic: leigheas, cungaidh, ìoc; Sindhi: عِلاجُ; Spanish: remedio; Swedish: botemedel; Tagalog: gamot, medisina, remedyo; Tocharian B: sāṃtke; Turkish: tıp; Walloon: riméde
medicine
Afrikaans: medisyne; Alabama: aissi; Albanian: ilaç; Amharic: ሕክምና; Arabic: دَوَاء; Aramaic: סמא; Armenian: դեղ, դեղորայք; Assamese: ঔষধ, দৰৱ; Asturian: melecina; Avar: дарман, дару; Azerbaijani: dərman, əlac; Bashkir: дарыу, дауа; Belarusian: ле́кі, ляка́рства; Bengali: দাওয়াই, ঔষধ; Breton: louzoù; Bulgarian: лека́рство; Burmese: ဆေး; Buryat: эм; Catalan: medicament; Chechen: молха; Cherokee: ᏅᏬᏘ; Chichewa: mankhwala; Chickasaw: itti̠sh; Chinese Dungan: йүә; Mandarin: 藥, 药, 藥材, 药材, 藥物, 药物, 藥品, 药品; Chukchi: инэнмэԓевичгын; Czech: lék; Danish: medicin, lægemiddel; Dutch: medicijn, geneesmiddel; Dzongkha: སྨན; Emilian: midgénna; Erzya: менькс; Esperanto: kuracilo; Estonian: arstirohi, medikament; Ewe: atike; Faroese: heilivágur; Finnish: lääke; French: médicament, remède; Galician: medicamento, medicina; Gamilaraay: dhalbin; Georgian: წამალი; German: Arznei, Medizin, Medikament; Greek: φάρμακο; Ancient Greek: φαρμάκιον, φάρμακον, φαρμάκευμα, ἴαμα, βοήθημα, ἄκεστρον, ἄκεσμα, ἀλέξιον; Greenlandic: nakorsaat, katsorsaat; Gujarati: દવા, ઔષધ; Haitian Creole: medikaman; Halkomelem: stelmexw; Hausa: magani; Hawaiian: lāʻau; Hebrew: תְּרוּפָה; Hindi: औषधि, औषध, दवा, दारू, दवाई; Hungarian: gyógyszer, orvosság; Ibaloi: agas; Icelandic: lyf; Igbo: ogwu; Ilocano: agas; Indonesian: obat; Irish: cógas, leigheas; Isnag: axas; Italian: medicina, medicamento; Japanese: 薬, 薬剤, 医薬品; Jarai: jrao; Javanese: tamba, jamu, jampi, loloh; Kabuverdianu: ramédi; Kalmyk: эм; Kamba: daawa; Kankanaey: agas; Kannada: ಮದ್ದು, ಔಷಧ; Karao: agas; Kazakh: дауа, дәрі; Khmer: ថ្នាំ, ឱសថ; Kikuyu: ndawa; Korean: 약; Kurdish Central Kurdish: دەرمان, دەوا; Northern Kurdish: derman, îlac; Kyrgyz: дары; Lao: ຢາ; Latin: medicina; Latvian: zāles, medikaments; Limos Kalinga: agas; Lithuanian: vaistas, medikamentas; Livonian: āinad; Luhya: kamalesi; Luxembourgish: Medezin; Lü: ᦊᦱ; Macedonian: лек, лекарство; Malay: ubat; Malayalam: ഔഷധം, മരുന്ന്; Manchu: ᠣᡴ᠋ᡨ᠋ᠣ; Maori: rongoā, pūroi; Marathi: औषध; Meru: ndawa; Mongolian: эм; Navajo: azeeʼ; Neapolitan: 'mmericìna; Nepali: औषध; Northern Sami: dálkkas; Norwegian Bokmål: legemiddel, medikament, medisin, droge; Nynorsk: lækjemiddel, medikament, medicin; Occitan: medicament; Ojibwe: mashkiki; Old English: lǣċedōm, lācnung; Oriya: ଔଷଧ; Pali: osadha; Pashto: دوايي, دوا; Persian: دارو, درمان; Polish: lekarstwo, lek inan, medykament inan; Portuguese: remédio, medicamento; Punjabi: ਦਵਾ; Quechua: jampina; Romanian: medicament; Romansch: medicament, remedi; Russian: лека́рство, медикаме́нт, лека́рственное сре́дство; Sanskrit: औषध, भेषज, अगद; Scottish Gaelic: leigheas, cungaidh, ìoc; Semai: penglai; Serbo-Croatian Cyrillic: лек, лије̑к, здравило; Roman: lek, lijȇk, zdravilo; Sindhi: دوا; Sinhalese: ඔසුව, ඖෂධය; Slovak: liek; Slovene: zdravilo; Sorbian Upper Sorbian: lěkarstwo, lěk, medikament; Sotho: moriana; Spanish: medicamento, medicina, remedio, fármaco; Sundanese: ᮒᮒᮙ᮪ᮘ; Swahili: dawa; Swedish: läkemedel, medicin, drog; Tagalog: gamot, medisina, remedyo; Tajik: дору; Tamil: மருந்து; Taos: woléne; Tatar: дару; Telugu: మందు, ఔషదం; Thai: ยา; Tibetan: སྨན; Tigrinya: ሕክምና; Tocharian B: sāṃtke; Tok Pisin: marasin; Turkish: ilaç, em; Turkmen: derman; Ukrainian: лі́ки, лік, ліка́рство; Urdu: ڈرگ, اوشدهی, اوشدهہ; Uyghur: دورا; Uzbek: iloj, dori, medikament; Venetian: medexina; Vietnamese: thuốc; Waray-Waray: bulong; Welsh: meddyginiaeth, moddion, ffisig; White Hmong: tsuaj; Yakut: эмп; Yiddish: מעדיצין; Yoruba: oogun; Zazaki: dermon; Zhuang: yw; Zulu: iselapho, umuthi
strength
Arabic: قُوَّة; Egyptian Arabic: قوة; Hijazi Arabic: قُوَّة; Armenian: ուժ; Azerbaijani: güc, quvvə, qüvvət; Bashkir: көс; Basque: indar; Belarusian: сі́ла, моц; Bengali: বল, জোর; Bulgarian: сила, мощ; Catalan: força; Chinese Cantonese: 力量; Mandarin: 力氣/力气; Czech: síla, moc; Dutch: kracht, sterkte; Dzongkha: སྟོབས; Esperanto: forteco; Estonian: tugevus, jõud; Ewe: ŋusẽ; Faroese: styrki; Finnish: voimakkuus, voima, vahvuus; French: force, vigueur, effectif; Galician: forza; Georgian: სიძლიერე, ძალა, სიმტკიცე; German: Stärke, Kraft, Festigkeit, Mumm; Gothic: 𐍃𐍅𐌹𐌽𐌸𐌴𐌹; Greek: δύναμη; Ancient Greek: ἁδροσύνη, ἁδροτής, ἁδρότης, ἀλκή, ἀλκί, βριαρότης, βρίμη, δρᾶσις, δύναμις, δύνασις, ἐρυμνότης, εὐσθένεια, εὐσωματία, ἐχυρότης, ἰναία, ἴς, ἰσχυρότης, ἰσχύς, κάρτος, κῖκυς, κραταιότης, κραταίωμα, κραταίωσις, κράτος, κρατυσμός, κρέτος, μένος, ῥώμη, ῥῶσις, σθένος, σφρίγος, τὸ ἰσχυρόν; Haitian Creole: fòs; Haryanvi: हंघा; Hebrew: חוזק; Hindi: शक्ति, ताक़त, बल; Hungarian: erő; Ido: forteso; Ingrian: voima, voimakkuus; Interlingua: fortia; Irish: urrúntacht; Italian: forza, vigore, energia; Japanese: 力; Kazakh: күш, дәрмен; Khakas: кӱс; Khmer: កម្លាំង; Korean: 힘; Kurdish Central Kurdish: ھێز; Kyrgyz: күч; Latgalian: vare, spāks; Latin: firmitudo, firmitas, robur, fortitudo; Latvian: spēks, stiprums, spēcīgums; Lithuanian: jėga; Macedonian: сила, моќ; Malagasy: hery; Malay: kekuatan; Malayalam: ശക്തി; Manchu: ᡥᡡᠰᡠᠨ; Maori: whirikoka; Mirandese: fuorça; Miyako: たや; Mòcheno: kròft; Mongolian: хүч; Navajo: adziil; Nepali: बल, तागत; Old French: esfort; Old Javanese: bala; Old Turkic: 𐰚𐰇𐰲; Orok: кусу; Oromo: jabina; Ossetian: тых; Ottoman Turkish: گوج; Persian: زور, قوت; Polish: siła, moc; Portuguese: força, vigor; Quechua: kallpa; Romanian: putere, forță; Russian: сила, мощь; Sanskrit: शक्ति, बल; Scottish Gaelic: lùths, neart, brìgh; Serbo-Croatian Cyrillic: снага, моћ, сила, јачина; Roman: snaga, moć, sila, jačina; Shan: ပလႃႉ; Shor: кӱш; Sichuan Yi: ꊋ; Slovak: sila, moc; Slovene: moč, sila; Somali: quwad, xoog; Southern Altai: кӱч; Spanish: fuerza, ñeque; Swahili: nguvu; Swedish: styrka; Tagalog: lakas; Tajik: қувват, зӯр; Tamil: பலம், கிற்பு, ஷக்தி; Tatar: көч; Telugu: బలము; Thai: แรง, กำลัง, ความแข็งแรง; Tibetan: སྟོབས; Tocharian B: maiyyo, warkṣäl; Turkish: kuvvet, güç; Turkmen: güýç; Tuvan: күш; Ugaritic: 𐎓𐎇; Ukrainian: сила, міць; Urdu: شکتی, زور; Uyghur: كۈچ; Uzbek: kuch, quvvat; Vietnamese: sức mạnh; Vilamovian: kroft; Walloon: foice; West Frisian: animo; Xhosa: amandla; Yakut: күүс; Yiddish: שטאַרקײַט, כּוח; Zulu: amandla