ἰχωροειδής
From LSJ
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
English (LSJ)
[ῑ], ές, serous, αἷμα Hp.Nat.Hom.12, Arist.HA521a13, Alex.Trall.12.
German (Pape)
[Seite 1277] ές, eiterartig; αἷμα Arist. H. A. 3, 19; Hippocr.
Russian (Dvoretsky)
ἰχωροειδής: гноевидный, гнойный (αἷμα Arst.).