διόρθωσις

From LSJ
Revision as of 22:11, 24 December 2023 by Spiros (talk | contribs)

εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διόρθωσις Medium diacritics: διόρθωσις Low diacritics: διόρθωσις Capitals: ΔΙΟΡΘΩΣΙΣ
Transliteration A: diórthōsis Transliteration B: diorthōsis Transliteration C: diorthosis Beta Code: dio/rqwsis

English (LSJ)

διορθώσεως, ἡ,
A making straight, as in the setting of a limb, Hp.Off.16, cf. Mochl.38; setting straight, restoration, οἰκοδομημάτων καὶ ὁδῶν Arist.Pol.1321b21.
2 correction, chastisement, ἐπὶ διορθώσει Plb.2.56.14; διορθώσεως σφίσι δεῖν D.H.6.20.
II generally, amendment, correction, of men, Plb.7.11.2: pl., Arist.Pol.1317a35, Plb.3.118.12; τῶν νόμων IG9(1).694.137 (Corc.); correction, ἐρωτημάτων Arist.SE176b34, cf. Pol. 1275a20; εἰς διόρθωσιν ἄγειν Plb.3.58.4; διόρθωσις, opp. βλάβη, Id.5.88.2; ὑδάτων Orib.5.4 tit.
2 right treatment, τινός Pl.Lg.642a.
III recension, revised edition of a work, Sch.Il.10.397: in plural, emendations, D.L.3.66.
IV payment, ὀψωνίων Plb.5.50.7, cf. PTeb.61 (a). 33 (ii B. C.).

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
• Morfología: [gen. -ιος Hp.Mochl.38; plu. ac. -ιας Hp.Fract.29, Philipp.Perg.1]
I 1enderezamiento medic., en la reducción de huesos νόμος ἐμβολῆς καὶ διορθώσιος Hp.Mochl.38, cf. Fract.29.
2 jur. corrección, reforma ὑπεναντίος δὲ ὁ ... νόμος πρὸς ταύτην διόρθωσιν Arist.Pol.1270a40, cf. 1317a35, εἰ δὲ προσδεῖται διορθώσεως ὁ ὑπὲρ τούτου νόμος IP 163A2.6 (II a.C.), cf. IG 9(1).694.137 (Corcira II a.C.)
modificación de las cláusulas de un tratado ἐξαποσταλεὶ[ς] ... ἐπὶ τὴν διόρθω[σ] ιν τοῦ συμβόλου τοῦ πρὸς Ἀχαιούς IG 12(5).829.5 (Tenos II a.C.), ποιεῖσθαι τὴν διόρθωσιν Milet 1(3).150.121 (II a.C.).
3 orden, constitución recta ἡ κατὰ φύσιν αὐτοῦ δ. Pl.Lg.642a
perfeccionamiento ἑτοιμοτέραν ... τοῖς ἀνθρώποις διόρθωσιν τῆς ... ἐπιστήμης Plb.1.1.1
corrección, enmienda en sent. moral μὴ βλάβης, διορθώσεως δὲ μᾶλλον αὐτοῖς αἴτιον γενέσθαι Plb.5.88.2, ἐπὶ διορθώσει τῶν ἡμαρτημένων I.AI 2.51, μέχρι καιροῦ διορθώσεως Ep.Hebr.9.10, κόλασις ... δ. ἐστι ψυχῆς Clem.Al.Strom.1.26.168, ὅπως ... οἱ ἐμμελεῖς ... εἰς διόρθωσιν ἔλθωσι Nil.M.79.464B, τοῦ βίου Philipp.Perg.l.c., χώραν ὑπανοίγων ταῖς διορθώσεσι Gr.Naz.Ep.77.12, λόγου ... δ. ἢ τρόπου Gr.Naz.Ep.23.4
en medic. acción de reponer, reconstitución c. gen. πάσης τῆς διαθέσεως Herod.Med. en Aët.9.13.
4 de textos corrección δ. δὲ κακὴ γραφικὰς ἁμαρτίας ποιεῖ Demetr.Lac.Herc.1012.21.3, ἡ κατὰ Ἀρίσταρχον εἶχε δ. Sch.Er.Il.2.865, de dibujos, Hero Dioptr.1
gener. en plu. edición crítica ἐν ταῖς Ζενοδοτείοις διορθώσεσι A.D.Pron.110.12, κἀν ταῖς διορθώσεσι καὶ ἐν ταῖς ὑπομνήμασιν οὕτως ἐγέγραπτο Sch.Er.Il.2.192b, καλεῖταί τις δ. οὕτως Ἀράτειος ὡς Ἀριστάρχειος Ach.Tat.Fr.p.78.
5 arq. reparación τῶν πιπτόντων οἰκοδομημάτων καὶ ὁδῶν σωτηρία καὶ δ. Arist.Pol.1321b21, ἕτερα τῶν κατεπειγόντων καὶ κατηρειμμένων ἔργων διορθώσεως τυχεῖν IG 12(3).324.18 (Tera II d.C.), πύργων Princeton Exp.Inscr.696 (IV d.C.), κίονος SEG 20.417.5 (Palestina VI d.C.), τοῦ τοίχου POxy.2005.5 (VI d.C.), τοῦ γεουχικοῦ κατωτίου POxy.3804.228 (VI d.C.), τοῦ λακκ(οῦ) POxy.2197.26 (VI d.C.).
6 ret. rectificación Hdn.Fig.p.95
«correctio», Schem.dian.2.
II de sumas de dinero pago τῶν ὀψωνίων Plb.5.50.7, 11.25.9, frec. ref. a impuestos τοῦ ... στεφάνου PTeb.61(a).33 (II a.C.), τῶν τοῦ κλήρου αὐτοῦ βασιλικῶν POxy.3482.11 (I a.C.), τῶν δημοσίων SB 7367.25, PYoutie 24.18 (ambos II d.C.).

German (Pape)

[Seite 635] ἡ, das Gerademachen von etwas, das aus seiner richtigen Lage gekommen, Hippocr.; das Verbessern, Herstellen, καὶ σωτηρία τῶν πιπτόντων οἰκοδομημάτων καὶ ὁδῶν Arist. pol. 6, 8; übertr., zweckmäßige Einrichtung, Plat. Legg. I, 642 a, u. oft bei Pol. u. a. Sp.; Gegensatz von βλάβη Pol. 5, 88, 2. Das Zahlen der Schuld, 5, 50, 7. Bei Schol., z. B. Il. 10, 397, verbesserte Ausgabe eines Schriftstellers.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action de corriger, action de châtier;
2 action d'améliorer, action d'amender ; édition critique d'un texte.
Étymologie: διορθόω.

Russian (Dvoretsky)

διόρθωσις: εως ἡ
1 восстановление, приведение в порядок (τῶν πιπτόντων οἰκοδομημάτων Arst.);
2 исправление, улучшение (εἰς διόρθωσιν ἄγειν τι Polyb.): ἐπεχείρησε τῇ διορθώσει Plut. он взялся помочь делу;
3 правильное устройство, надлежащий порядок (κατὰ φύσιν Plat.);
4 погашение, уплата, оплата (τῶν ὀψωνίων Polyb.);
5 выгода, польза (μὴ βλάβης διορθώσεως δὲ μᾶλλον γενέσθαι Polyb.).

Greek Monolingual

η (AM διόρθωσις) διορθώ
1. επαναφορά στο σωστό, αποκατάσταση
2. εξάλειψη τών λαθών εντύπου ή γραπτού
νεοελλ.
1. βελτίωση, καλυτέρευση, διαρρύθμιση
2. το γραπτό ή έντυπο κείμενο για τον έλεγχο και την αποκατάσταση τών σφαλμάτων
3. στρατ. τα στοιχεία με τα οποία έχουν βαθμονομηθεί τα σκοπευτικά όργανα τών πυροβόλων και αναγράφονται στους πίνακες βολής
4. ναυτ. ο υπολογισμός της πραγματικής τιμής ενός στοιχείου με απ' ευθείας παρατήρηση
5. (φωτογρ.) η βελτίωση τών φωτοτύπων για εξάλειψη τών ατελειών
μσν.
1. (για ανθρ.) υπόδειξη
2. (για διαθήκη) ρύθμιση
3. σκευή αλόγου
αρχ.
1. (για οικοδόμημα) ανέγερση, αναστύλωση
2. (για πολίτευμα) μεταρρύθμιση, τροποποίηση
3. τιμωρία, σωφρονισμός
4. σωστή μεταχείριση
5. πληρωμή, εξόφληση χρεών
6. ευτυχές γεγονός, ευτυχής συγκυρία.

Greek (Liddell-Scott)

διόρθωσις: -εως, ἡ, τὸ ποιεῖν τι ὀρθόν, τὸ ἐπαναφέρειν τι εἰς τὴν προσήκουσαν θέσιν ἢ μορφήν, ὡς ὅταν τοποθετῇ τις ἐξηρθρωμένον ἢ ἄλλως βεβλαμμένον μέλος, Ἱππ. κ. ἰητρ. 745, πρβλ. Ἄρθρ. 803· διόρθωσις, ἐπανόρθωσις, ἀποκατάστασις, οἰκοδομημάτων καὶ ὁδῶν Ἀριστ. Πολ. 6. 8, 4. ΙΙ. καθόλου, ἐπιδιόρθωσις, ἐπισκευή, τροποποίησις ἐπὶ τὸ κρεῖττον, ἀναμόρφωσις, ἐπὶ ἀνθρώπων, αὐτόθι 3. 1, 5· τῆς πολιτείας αὐτόθι 6. 1, 9· τῶν νόμων Συλλ. Ἐπιγρ. 1845. 37. 2) ὀρθὴ τακτοποίησις, διάταξις, διασκευή, τινος Πλάτ. Νομ. 642Α. 3) εὐτυχές τι συμβάν, εὐτύχημα, Πολύβ. 5. 88, 2. ΙΙΙ. ἀναθεώρησις, διωρθωμένη ἔκδοσις συγγράματος, ἴδε Wolf. proleg. Hom. clxxiv.

English (Strong)

from a compound of διά and a derivative of ὀρθός, meaning to straighten thoroughly; rectification, i.e. (specially) the Messianic restauration: reformation.

Greek Monotonic

διόρθωσις: -εως, ἡ, διόρθωση, αποκατάσταση, επανόρθωση, σε Αριστ.

Middle Liddell

διόρθωσις, εως [from διορθόω n
a making straight, restoration, reform, Arist.

Chinese

原文音譯:diÒrqwsij 笛-哦而拖西士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:經過-直立(著)
字義溯源:徹底整頓,改革,改正,振興;由(διά)*=通過)與(ὀρθός)*=正直的)組成
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編
1) 改正的(1) 來9:10

Translations

correction

Arabic: تَصْحِيح‎; Armenian: ուղղում; Belarusian: выпраўленне, папраўка; Bulgarian: поправка, корекция; Catalan: correcció; Chinese Mandarin: 修正, 校正; Crimean Tatar: tüzetme; Dutch: verbetering, correctie; Finnish: korjaus, korjaaminen; French: correction; Galician: corrección; German: Korrektur, Berichtigung, Verbesserung; Ancient Greek: διόρθωσις, ἐπανόρθωμα; Hebrew: תיקון / תִּקּוּן‎; Hungarian: javítás, helyesbítés, kiigazítás, korrekció; Indonesian: koreksi; Irish: ceartú; Italian: correzione; Japanese: 訂正, 修正; Korean: 정정(訂正), 보정(補正), 수정(修訂); Latin: correctio; Luxembourgish: Korrektur, Verbesserung, Korrektioun; Malay: pembetulan; Norman: corrig'gie; Norwegian Bokmål: korreksjon; Nynorsk: korreksjon; Occitan: correccion; Persian: تصحیح‎; Portuguese: correção; Romanian: corecție, corectare; Russian: исправление, коррекция, поправка, правка, корректирование; Spanish: corrección; Swahili: marekebisho; Tajik: тасҳеҳ; Ukrainian: виправка, корекція, поправка; Walloon: ricoridjaedje, coridjaedje