σωφρονιστύς
From LSJ
κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι → may earth lie lightly on thee, may the earth rest lightly on you, may the ground be light to you, may the earth be light to you
English (LSJ)
ύος, ἡ, = σωφρονισμός, σωφρονιστύος ἕνεκα for the sake of correction, Pl.Lg.934a.
German (Pape)
[Seite 1062] ἡ, ion. statt σωφρόνισις, Plat. Legg. XI, 933 e, σωφρονιστύος ἕνεκα, um zu witzigen und zu bessern.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σωφρονιστύς -ύος, ἡ [σωφρονίζω] (het geven van een) vermaning; (het toepassen van) gezond verstand.
Russian (Dvoretsky)
σωφρονιστύς: ύος ἡ ион. вразумление, исправление: σωφρονιστύος ἕνεκα Plat. в назидание.
Greek (Liddell-Scott)
σωφρονιστύς: -ύος, ἡ, = σωφρόνισις, σωφρονιστύος ἕνεκα, χάριν σωφρονισμοῦ, Πλάτ. Νόμ. 933Ε.
Greek Monolingual
-ύος, ἡ, Α
σωφρονισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σωφρονίζω + επίθημα -τύς (πρβλ. κιθαριστύς)].