συναποτελέω
From LSJ
Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.
English (LSJ)
help to complete, Pl.Plt. 258e, Epin.986c.
German (Pape)
[Seite 1003] (s. τελέω), mit od. zugleich vollenden, Plat. Polit. 258 e.
Greek (Liddell-Scott)
συναποτελέω: ἀποτελειώνω ὁμοῦ, Πλάτ. Πολιτ. 258Ε, Ἐπιν. 986C.
Russian (Dvoretsky)
συναποτελέω: доводить до конца, вполне оканчивать, т. е. созидать, творить (τὰ γιγνόμενα πρότερον οὐκ ὄντα Plat.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-αποτελέω mede verwezenlijken, helpen tot stand te brengen.