γυίον

From LSJ
Revision as of 14:40, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source

Greek Monolingual

γυῑον, το (Α)
1. μέλος του σώματος
2. χέρι
3. ολόκληρο το σώμα
4. πληθ. γυῑα, τα
α) τα μέλη του σώματος («γυῑα λέλυντο», «τρόμος, κάματος λάβε γυῑα»)
β) τα χέρια
5. φρ. α) «γυῑα ποδῶν» — τα πόδια
β) «μητρός γυῖα» — η μήτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ήδη ομηρική που απαντά κυρίως στον πληθυντικό. Το γυῖον, με μορφολογικό σχηματισμό σε -ιο, ανάγεται σε IE gu- «λυγίζω, κάμπτω, κυρτώνω», αν ληφθεί υπ' όψιν ότι τα οστά είναι κυρτά και εύκαμπτα (πρβλ. γύης, γύαλον).
ΠΑΡ. αρχ. γυιώ
μσν.
γυίζω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. γυιαρκής, γυιοβαρής, γυιοβόρος, γυιοδάμας, γυιοπαγής, γυιοπέδη, γυιοτακής, γυιοτόρος, γυιούχος, γυιόχαλκος.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. αγλαόγυιος, άγυιος, αρκεσίγυιος, δεξιόγυιος, διάγυιος, δίγυιος, ιμερόγυιος, λαρνακόγυιος, λαχνόγυιος, λιπόγυιος, μονόγυιος, οβριμόγυιος, στερρόγυιος, υπόγυιος και υπόγυος].