ἀκοίτης

From LSJ
Revision as of 10:40, 17 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " A.''Pers.''" to " A.''Pers.''")

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκοίτης Medium diacritics: ἀκοίτης Low diacritics: ακοίτης Capitals: ΑΚΟΙΤΗΣ
Transliteration A: akoítēs Transliteration B: akoitēs Transliteration C: akoitis Beta Code: a)koi/ths

English (LSJ)

ἀκοίτου, ὁ, (ἀ- copul., κοίτη, cf. Pl.Cra.405d) bedfellow, husband, Il.15.91, Od.5.120, Pi.N.5.28, S.Tr.525, E.El.166 (lyr.):—fem. ἄκοιτις, ιος, ἡ, wife, Il.3.138, B.5.169, A.Pers.684, etc.—Poet. words.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Alolema(s): ἀκοίτας Pi.Fr.156.2
• Prosodia: [ᾰ-]
compañero de lecho esp. del marido σε φόβησε Κρόνου πάϊςτοι ἀκοίτης Il.15.91, cf. Od.21.88, Hes.Sc.9, h.Cer.363, B.10.9, Pi.N.5.28, S.Tr.525, E.Hec.937, A.R.4.1071, 1.617, Nonn.D.35.146
gener. amante ἤν τίς τε φίλον ποιήσετ' ἀκοίτην Od.5.120, Ναΐδος ἀκοίτας Σιληνός Pi.Fr.156.2, Αἰγίσθῳ παρέλεκτο καὶ εἵλετο χείρον' ἀκοίτην Hes.Fr.176.6, cf. E.El.166, Nonn.D.4.192, 3.277.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
époux.
Étymologie: ἀ- cop., κοίτη.

German (Pape)

ου, ὁ (a copul. und κοίτη), Bettgenoß, Gatte, Hom. dreimal, als Versende, Il. 15.91 ὅς τοι ἀκοίτης, Od. 5.120 φίλον ποιήσετ' ἀκοίτην, 21.88 φίλον ὤλεσ' ἀκοίτην; – Pind. N. 5.28; Soph. Tr. 522 und sonst bei Dichtern.

Russian (Dvoretsky)

ἀκοίτης: ου ὁ муж, супруг Hom., Pind., Soph., Eur.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκοίτης: -ου, ὁ, (ᾰ ἀθροιστ. κοίτη· πρβλ. ἄλοχος), ὁ ὁμοκοίτης, σύνευνος, σύζυγος, Ἰλ. Ο. 91, Ὀδ. Ε. 120, Πινδ. Ν. 5. 51, Σοφ. Τρ. 525, Εὐρ.: ― θηλ. ἄκοιτις, ιος, ἡ, γυνή, σύζυγος, Ἰλ. Γ. 138, Πίνδ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 684, Σοφ., Εὐρ. ― Ποιητικαὶ λέξεις, Πρβλ. Πλάτ. Κρατ. 405C.

English (Autenrieth)

(κοίτη): husband, consort, spouse.

Greek Monolingual

ἀκοίτης, ο (θηλ. ἄκοιτις, -ιος) (Α)
αυτός που έχει την ίδια κοίτη, το ίδιο κρεβάτι με άλλον, ομόκλινος, σύζυγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - αθροιστ. + κοίτη «κλίνη», πρβλ. ἄλοχος.

Greek Monotonic

ἀκοίτης: -ουὁ (α αθροιστικό κοίτη, πρβλ. ἄλοχος), ομόκλινος, σύνευνος, αυτός που κοιμάται στο ίδιο κρεβάτι, σύζυγος· και θηλ. ἄκοιτις, -ιος, , σύζυγος, γυναίκα, σε Όμηρ. κ.λπ.

Middle Liddell

copulat.,, κοίτη, cf. ἄλοχος
a bedfellow, spouse, husband.

Frisk Etymology German

ἀκοίτης: -ου
{akoítēs}
Grammar: m.,
Meaning: Lagergenosse, Lagergenossin, Gatte, Gattin (ep. poet.)
Etymology: sekundär zu ἄκοιτις f. gebildet (s. Chantraine REGr. 59-60, 225f.). Von α copulativum und κοίτη oder κοῖτος Lager (zur Stammbildung Chantraine Formation 26ff. und 113f.; zum Akzent Schwyzer 385). S. κεῖμαι.
Page 1,54-55

Mantoulidis Etymological

(=σύζυγος). Ἀπό τό α άθροιστ. + κοίτη (τοῦ κεῖμαι). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρήμα κεῖμαι.