ψαλίζω
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
fut. -ίξω Anacreont.9.4: (ψαλίς):—clip with scissors, l. c., Archig. ap. Orib.8.2.10, Antyll. ap. eund.7.21.6; τὸν μαλλὸν ἐψάλιζεν Babr.51.4, cf. Aesop.382b: ψαλίξαι· κεῖραι, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1390] fut. auch ψαλίξω, bei Anacr. a. a. O., 1) mit der Scheere abschneiden, stutzen; Anacr. 9, 3; μαλλόν Babr. 51, 4; Paul. Aeg. – 2) = ψαλιδόω, wölben.
French (Bailly abrégé)
couper avec des ciseaux.
Étymologie: ψαλίς.
Russian (Dvoretsky)
ψᾰλίζω: ψαλίς срезать, стричь (τὸν μαλλόν Babr.).
Greek (Liddell-Scott)
ψᾰλίζω: μέλλ. -ίξω, Ἀνακρεόντ. 12. 3· ἀόρ. α΄ παρὰ Βυζ. ἐψάλισα· (ψαλίς)· ― τέμνω διὰ ψαλίδος, Ἀνακρεόντ. ἔνθ’ ἀνωτ.· τὸν μαλλὸν ἐψάλιζεν Βαβρίας 51. 4.
Greek Monolingual
Α
κόβω με ψαλίδα, ψαλιδίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψαλίς -ίδος με σημ. «ψαλίδι» (βλ. λ. ψαλίδα)].
Greek Monotonic
ψᾰλίζω: (ψαλίς), κόβω με ψαλίδι, ψαλιδίζω, σε Βάβρ.