χιλόω
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
English (LSJ)
fodder, διὰ τὸν φόβον… ἐχίλου τοὺς ἵππους, i.e. did not suffer them to graze, X. An. 7.2.21; — Pass., to be stall-fed, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1356] auf die Weide treiben, weiden lassen, Xen. An. 7, 2,21.
French (Bailly abrégé)
χιλῶ :
mener au fourrage, au vert, au pré, acc..
Étymologie: χιλός.
Russian (Dvoretsky)
χῑλόω: вести на пастбище, пасти (τοὺς ἵππους Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
χῑλόω: μέλλ. ώσω, ἐφοδιάζω μὲ χιλόν, τρέφω μὲ κεκομμένην χλωρὰν πόαν, διὰ τὸν φόβον .. ἐχίλου τοὺς ἵππους, δηλ. δὲν ἄφινεν αὐτοὺς νὰ βόσκωνται ἐν τοῖς ἀγροῖς (πρβλ. χιλός), Ξεν. Ἀν. 7. 2, 21· - Παθ., τρέφομαι, ἐν φάτνῃ «χιλοῦσθαι· παχύνεσθαι, σιτίζεσθαι» Ἡσύχ.
Greek Monotonic
χῑλόω: μέλ. -ώσω, εκτρέφω, τρέφω άλογα σε στάβλο, σε Ξεν.