αγούρι

From LSJ
Revision as of 14:37, 21 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>συνήθως στον πληθ.</b>" to "<b>συνήθως στον πληθ.</b>")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

Greek Monolingual

το
συνήθως στον πληθ. τα αγούρια
άγουρος
τα σταφύλια του αγριαμπελιού που, και ώριμα, εξακολουθούν να είναι ξινά.