οἶστρος

From LSJ
Revision as of 20:08, 22 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " E.''Or.''" to " E., ''Or.''")

Εἷς ἐστι δοῦλος οἰκίας ὁ δεσπότης → Unus familiae servus ipse adeo est herus → Nur einen Sklaven gibt's allein im Haus, den Herrn

Menander, Monostichoi, 168
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἶστρος Medium diacritics: οἶστρος Low diacritics: οίστρος Capitals: ΟΙΣΤΡΟΣ
Transliteration A: oîstros Transliteration B: oistros Transliteration C: oistros Beta Code: oi)=stros

English (LSJ)

ὁ,
A gadfly, breeze, prob. Tabanus bovinus, pale giant horse-fly, an insect which infests cattle, τὰς μέν τ' αἰόλος οἶστρος ἐφορμηθεὶς ἐδόνησεν, ὥρῃ ἐν εἰαρινῇ = that the darting gadfly falls upon and drives along in the season of spring, Od.22.300; of the fly that tormented Io, A.Supp.541(lyr.), Pr.567 sq. (lyr.) (also called μύωψ, ib.675, Supp.308: but the two are distinguished by Arist.HA490a20,596b14).
2 an insect that infests tunny-fish, prob. Brachiella thynni, ib.557a27,602a28.
3 a small insectivorous bird, perhaps Sylvia trochilus, trochilos, trochil, willow wren, ib.592b22.
II metaph., a sting, anything that drives mad, κεραυνοῦ οἶστρος E.HF862; οἴστροις Ἐρινύων Id.IT1456: abs., the smart of pain, agony, S.Tr.1254.
2 any vehement desire, insane passion, Hdt.2.93, E.Hipp.1300, Pl.R.577e, etc.; ὄρεξις μετὰ οἴστρου καὶ ἀδημονίας Epicur.Fr.483: c. gen. objecti, κτεάνων for wealth, AP11.389 (Lucill.): generally, madness, frenzy, S.Ant.1002, E., Or.791: pl., Id.Ba.665; μανιάδες οἶστροι Id.IA548(lyr.).
3 in good sense, zeal, οἶστρος εἰς πᾶν ἀγαθὸν ἔργον PMasp.3.13(vi A. D.).
III a throw at dice, Eub.57.5.

German (Pape)

[Seite 313] ὁ (verwandt mit ὀϊστός), oestrus, die Bremse, die das Vieh verfolgt und plagt, ὥρῃ ἐν εἰαρινῇ, Od. 22, 300; Plut. de discr. ad. et. am. 16 u. a. Sp.; Aesch. oft bei der in die Kuh verwandelten Io, Ἰὼ οἴστρῳ ἐρεσσομένα, Suppl. 536, οἴστρου δ' ἄρδις χρίει μ' ἄπυρος, Prom. 881. 566; daher Stich, Stachel, auch übertr. von heftigen Leidenschaften, πρὶν ἐμπεσεῖν σπαραγμὸν ἤ τιν' οἶστρον, Soph. Trach. 1244, κακῷ κλάζοντες οἴστρῳ καὶ βεβαρβαρωμένῳ, Ant. 989, Schol. μανίᾳ, von dem wüthenden, Unglück prophezeienden Geschrei der Vögel; oft Eur., σῆς γυναικὸς οἶστρον Hipp. 1300, μὴ θεαί μ' οἴστρῳ κατάσχωσι, Or. 789; sp. D., bes. von Liebesraserei, τινός, Add. 8 (VII, 51); Anacr. 31, 28. 59, 15; von Fischen, ἐπεάν σφεας ἐςίῃ οἶστρος κυΐσκεσθαι, Her. 2, 93; ὑπ' ἀνάγκης τε καὶ οἴστρου ἐλαύνεται, Plat. Phaedr. 240 d, vgl. Rep. IX, 577 e; οἶστρός τις κινεῖ σε ἐμφυόμενος ἐκ παλαιῶν ἀδικημάτων, Stachel, Legg. IX, 854 b; Sp., im plur. neben πτοῖαι καὶ φυγαί Plut. de prof. virt. sent. p. 262.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 taon, insecte;
2 p. ext. aiguillon ; piqûre ; transport de fureur, de douleur, de désir.
Étymologie: οἴσω ; cf. ὀϊστός ; lat. ir-a (Plaute eir-a).

Russian (Dvoretsky)

οἶστρος:
1 зоол. слепень (предполож. Tabanus bovinus, не Oestrus) (αἰόλος Hom.; Ἰὼ οἴστρῳ ἐρεσσομένα Aesch.);
2 удар, поражение (κεραυνοῦ Eur.);
3 перен. мучительная страсть (γυναικός Eur.): οἶ. κυΐσκεσθαι Her. (у рыб) нерест; οἶ. κτεάνων Anth. страсть к богатству;
4 бешенство, ярость (Ἐρινύων Eur.);
5 острая боль Soph.;
6 эстр (род неизвестной птицы) Arst.

Greek (Liddell-Scott)

οἶστρος: ὁ, ἔντομόν τι, εἶδος μυίας «βοϊδόμυια», Λατιν. asilus, πιθαν. Tabanus buvinus, ἔντομον ὅπερ καταδιώκει καὶ λυσσώδη διὰ τοῦ κεντήματος ποιεῖ τὰ κτήνη, τὰς μὲν τ’ αἰόλος οἶστρος ἐφορμηθεὶς ἐδόνησεν, ὥρῃ ἐν εἰαρινῇ Ὀδ. Χ. 300· περὶ τῆς μυίας ἥτις ἐβασάνιζε τὴν Ἰώ, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 541, Πρ. 567 κἑξ., ἥτις καλεῖται καὶ μύωψ, αὐτόθ. 675, Ἱκέτ. 308· ― ἀλλὰ διακρίνει αὐτὰς ὁ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 5, 13., 8. 11, 1· πρβλ. καὶ ἐμπίς. 2) ἔντομόν τι ὅπερ καταδιώκει καὶ καταπονεῖ τὸν ἰχθὺν θύννον, αὐτόθι 5. 31, 8, 8. 19, 11. 3) εἶδος μικροῦ ἐντομοφάγου πτηνοῦ, εἶδος τροχίλου, ἴσως Sylvia trochilus, αὐτόθι 3. 8, 5. ΙΙ. μεταφορ., κέντρον, πᾶν ὅ,τι ἐρεθίζει εἰς μανίαν, οἶστρος κεραυνοῦ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 862· οἴστροις Ἐρινύων ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 1456, πρβλ. Ὀρ. 791· ἀπολ., τὸ κέντημα ἀλγηδόνος, ἀγωνία, Σοφ. Τρ. 1254. 2) πᾶσα σφοδρὰ ἐπιθυμία, μανιώδης πόθος, ἔκφρον πάθος, Ἡρόδ. 2. 93, Εὐρ. Ἱππ. 1300, Πλάτ. Πολ. 577Ε, κτλ· μετὰ γενικ. ἀντικειμ., κτεάνων, πάθος πρὸς κτῆσιν πλούτου, Ἀνθ. Π. 11. 389· ― καθόλου, μανία, παραφροσύνη, Σοφ. Ἀντ. 1002, Εὐρ. Ὀρ. 791, Βάκχ. 665, κτλ· ἐν τῷ πληθ., μαινόμενοι οἶστροι Ι. Α. 548 (ἴδε οἰστράω).

English (Autenrieth)

gadfly, Od. 22.300†.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ οἶστρος)
1. μεγάλη μύγα, κυκλόρραφο έντομο, που σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση αποτελεί γένος της οικογένειας οίστρίδες και του οποίου οι προνύμφες που εισδύουν στα διάφορα όργανα τών κατοικίδιων ζώων προκαλούν τις μυιάσεις και ιδίως τον λεγόμενο ίλιγγο του οίστρου που «ξετρελαίνει» τα προσβληθένα ζώα κν. σήμερα αλογόμυγα ή βοϊδόμυγα («τοῖς ταύροις τὸν οἶστρον ἐνδύεσθαι περὶ τὸ οὖς... καὶ τοῖς κυσὶ τὸν κρότωνα», Πλούτ.)
2. οτιδήποτε εξάπτει υπερβολικά, καθετί που οδηγεί σε τρέλα, παραφροσύνη («οἶστρός τις κινεῖ σε ἐμφυόμενος ἐκ παλαιῶν ἀδικημάτων», Πλάτ.)
3. διέγερση, παροξυσμός
4. μανία, τρέλα, παραφροσύνη
5. σφοδρή επιθυμία, παράφορο πάθος
νεοελλ.
1. κατάσταση ψυχικής ή πνευματικής έξαρσης, έμπνευση
2. βιολ. το σύνολο τών φυσιολογικών και ηθολογικών φαινομένων τα οποία προηγούνται, συνοδεύουν ή επακολουθούν της ωορρηξίας στις γυναίκες και στα θήλεα θηλαστικά, διάστημα κατά το οποίο το θηλυκό αναζητεί το αρσενικό και δέχεται τη σύζευξη
αρχ.
1. είδος εντόμων το οποίο καταδιώκει και καταπονεί το ψάρι τόνος
2. πλήγμα το οποίο προκαλεί ή επιφέρει πόνο ή αγωνία (α. «ὡς πρὶν ἐμπεσεῖν σπαραγμὸν ἤ τιν' οἶστρον», Σοφ.
β. «οὔτε γῆς σεισμὸς κεραυνοῦ τ' οἶστρος ὠδῖνας πνέων», Ευρ.)
3. ευγενής άμιλλα
4. είδος μικρού εντομοφάγου πτηνού
5. ρίψη κύβων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παράγεται από το θ. της λ. οἴμα «βίαιη εφόρμηση», με επίθημα -τρος (πρβλ. κέστρος, χύτρος) και η αρχική της σημ., επομένως, θα ήταν «αυτός που ωθεί, που διεγείρει». Ωστόσο, δεν μπορεί να εξακριβωθεί αν η λ. δήλωνε αρχικά τον δράστη (το έντομο που επιφέρει τρέλα, μανία) ή την ίδια την κατάσταση της παραφροσύνης. Η λ. έχει έναν παρλλ. τ. στη Λιθουανική: aistra «βίαιο πάθος». Η άποψη, τέλος, ότι η λ. συνδέεται με τη γλώσσα του Ησυχίου ἰστυάζει
ὀργίζεται, μέσω ενός ἰσ-τύ-ς, δεν θεωρείται πιθανή.
ΠΑΡ. αρχ. οιστρηδόν, οιστρήεις, οιστρώδης
αρχ.-μσν.
οιστρώ.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) οιστρήλατος
αρχ.
οιστροβολώ, οιστρογενέτωρ, οιστροδίνητος, οιστροδόνητος, οιστρομανής, οιστροπλάνεια, οιστροπλήξ, οιστροφόρος
μσν.
οιστροφόρητος
νεοελλ.
οιστρογόνος. (Β' συνθετικό) αρχ. πάροιστρος, φίλοιστρος.

Greek Monotonic

οἶστρος: ὁ,
I. έντομο, αλογόμυγα, Λατ. asilus, που παρενοχλεί τα ζώα του κοπαδιού, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ.
II. 1. μεταφ., τσίμπημα, κέντρισμα, οτιδήποτε μπορεί να οδηγήσει σε φρενίτιδα, μανία, σε Ευρ.· απόλ., το κέντρισμα του πόνου, αγωνία, σε Σοφ.
2. σφοδρή, τρελή επιθυμία, παράλογο πάθος, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· γενικά, τρέλα, μανία, παραφροσύνη, σε Σοφ., Ευρ.

Middle Liddell

οἶστρος, ὁ,
I. the gadfly, breese, Lat. asilus, an insect which infests cattle, Od., Aesch.
II. metaph. a sting, anything that drives mad, Eur.: absol. the smart of pain, agony, Soph.
2. mad desire, insane passion, Hdt., Eur., etc.:—generally, madness, frenzy, Soph., Eur.

English (Woodhouse)

frenzy, gadfly, madness, transport of madness

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=βοϊδόμυγα, κεντρί, ἐπιθυμία). Συγγενεύει μέ τά οἶμα καί λατ. ira (=ὀργή).
Παράγωγα: οἰστράω -ῶ (=τσιμπῶ, κυριεύομαι ἀπό μανία), οἰστρηδόν, οἰστρήεις, οἴστρημα, οἴστρησις, οἰστρώδης, οἰστρήλατος, οἰστρηλατῶ, οἰστροπλήξ (=μανιακός), οἰστροδίνητος, -ον (=μανιακά περιστρεφόμενος).

Translations

botfly

Assamese: ডাঁহ; Azerbaijani: gigovun, mozalan; Bashkir: күгәүен; Chinese Mandarin: 狂蠅, 狂蝇, 膚蠅, 肤蝇; Danish: bremse, brems, hestebremse; Dutch: horzel; Finnish: kiiliäinen, saivartaja; French: œstre; Georgian: მაწუხელა, ბორა; German: Dasselfliege, Biesfliege; Ancient Greek: οἶστρος; Hungarian: bagócslégy; Irish: boiteog; Japanese: ヒツジバエ; Navajo: łį́į́ʼ bitsísʼná; Norman: bourdon à j'va; Norwegian: brems; Polish: giez; Portuguese: mosca-varejeira; Romanian: streche; Russian: овод; Serbo-Croatian: обад, obad; Southern Altai: кӧгӧн; Spanish: éstrido; Swedish: styngfluga; Udmurt: лузь; Ukrainian: овід; Welsh: robin y gyrrwr, crehyryn

horsefly

Afrikaans: perdevlieg; Arabic: نُعَرَة‎; Archi: наӏкьу; Armenian: մոզ; Aromanian: davan, tãun, bumbar, streclji; Assamese: ডাঁহ; Asturian: tabánido; Avar: никӏкӏ; Azerbaijani: göyün; Bashkir: күгәүен; Basque: ezpara; Bavarian: Brejm; Belarusian: сляпень; Bengali: ঘোড়া মাছি; Breton: moui, mouienn, boui, bouienn; Bulgarian: конска муха; Catalan: tabànid; Cherokee: ᏓᎦᎦ, ᏓᎹᎦ; Chinese Cantonese: 虻; Mandarin: 虻, 馬蠅, 马蝇; Czech: ovád; Danish: klæg; Dutch: daas, brems, paardevlieg, paardenhorzel; Esperanto: tabano; Estonian: parm; Faroese: kleggi; Finnish: paarma; Franco-Provençal: tavan; French: taon; Friulian: tavan; Galician: moscardo, mosca caíña, tabardo, tabán; Gamilaraay: baanduu; Georgian: მაწუხელა; German: Bremse; Greek: αλογόμυγα; Ancient Greek: μύωψ; Hebrew: זְבוּב הַסּוּס‎; Hungarian: bögöly; Icelandic: kleggi; Ido: tabano; Indonesian: pikat; Irish: creabhar, creabhar capaill; Italian: tafano; Japanese: 虻; Kabyle: aggug; Kannada: ತೊಣಚೆ; Kazakh: сона; Korean: 등에; Kyrgyz: көгөөн; Latin: tabanus; Latvian: dundurs; Limburgish: sjeldaes, staekvleeg; Lithuanian: sparvos; Low German German Low German: Bau; Luxembourgish: Beel; Macedonian: коњска мува; Malay: pikat; Malayalam: പോന്ത; Mapun: pikot; Maranao: langaw; Mari Eastern Mari: пормо; Western Mari: пармы; Mongolian Cyrillic: хөх түрүү; Navajo: tłʼézhii, łį́į́ʼ bitsísʼná; Norman: taon; Norwegian Bokmål: klegg; Nynorsk: klegg; Occitan: tavan; Old Norse: kleggi; Ottoman Turkish: آت سینكی‎, بوكه‌لك‎; Persian: خرمگس‎; Polish: bąk; Portuguese: mutuca, tavão, moscardo; Quechua: tak'a; Romanian: tăun; Russian: слепень; Samogitian: bimbals; Scots: cleg; Scottish Gaelic: creithleag-nan-each; Serbo-Croatian Cyrillic: о̏ба̄д, ко̏њска му̀ва, ко̏њска му̀ха; Roman: ȍbād, kȍnjska mùva, kȍnjska mùha; Sicilian: tavana; Skolt Sami: puär; Slovak: ovad; Slovene: obad; Sorbian Lower Sorbian: slěpc, slěpik; Upper Sorbian: slěpc, slěpik; Southern Altai: кӧгӧн; Spanish: tábano, tabánido; Sundanese: piteuk; Swahili: pange; Swedish: broms; Tagalog: bangaw, niknik; Tajik: хармагас, kӯрмагас; Telugu: జోరీగ; Thai: ฑังส, เหลือบ; Turkish: atsineği; Ukrainian: ґедзь; Uzbek Cyrillic: сўна; Roman: soʻna; Venetian: tavàn; Welsh: pryfyn y gweryd, robin y diawl gwyllt; Westrobothnian: brems; Yakut: күлүмэн

madness

Albanian: marrëzi; Arabic: جُنُون‎; Egyptian Arabic: جنون‎; Armenian: խելագարություն; Azerbaijani: dəlilik; Belarusian: шаленства, вар'яцтва; Bulgarian: лудост, безумие; Catalan: bogeria, follia; Chinese Mandarin: 狂, 瘋病, 疯病, 精神錯亂, 精神错乱; Czech: šílenství, šílenost; Danish: galskab, sindssyge, vanvid; Dutch: krankzinnigheid, waanzin; English: bedlamism, brainsickness, craze, craziness, derangement, insanity, lunacy, madness, mental disorder, mental illness; Esperanto: frenezeco; Estonian: hullumeelsus; Finnish: hulluus; French: folie; Galician: loucura, tolería, tolemia, doudice, folía, vesania, tolén; Georgian: სიგიჟე, სულით ავადმყოფობა; German: Wahnsinn, Verrücktheit; Greek: αλάλιασμα, αλαλιασμός, ζούρλαμα, λώλαμα, παλάβωμα, παραφροσύνη, σάλεμα, σαλτάρισμα, τρέλα, φλιπάρισμα, φρενοβλάβεια, φρενοπάθεια, ψυχοπάθεια; Ancient Greek: ἀασιφρονία, ἀασιφροσύνη, ἀεσιφροσύνη, ἀναισθησία, ἄνοια, ἀπαυλισμός, ἀπόνοια, ἀποπληξία, ἀποπληξίη, ἀπόρρευσις, ἄτη, ἀτοπία,ἀφραδία, ἀφραδίη, ἀφρόνη, ἀφρόνησις, ἀφροσύνα, ἀφροσύνη, διαστροφή, ἐκπληξία, ἐκφροσύνη, ἐμβροντησία, ἐμβρόντησις, ἐνθουσίασις, θεία νόσος, μάνη, μανία, μανίη, μαργότης, μωρία, μωρίη, οἶστρος, παρακοπή, παραλήρημα, παράνοια, παράπαισμα, παραπληξία, παραφορά, παραφορή, παραφρόνησις, παραφρονία, παραφροσύνη, παρηρία, παροίνησις, παροινία, παροίστρησις, παρφορά, τὸ ἄφρον, τὸ ἐμμανές, τὸ μανιῶδες, τὸ φρενῶν διαφθαρέν, φοιτὰς νόσος, φρενῖτις, φρενιτισμός, φρενοβλάβεια; Hebrew: שִׁגָּעוֹן‎, טֵרוּף‎; Hindi: पागलपन; Hungarian: őrület, őrültség; Icelandic: brjálæði; Indonesian: kegilaan; Italian: pazzia, follia; Japanese: 狂気; Kazakh: ақылсыздық; Korean: 광기(狂氣); Kyrgyz: жиндилик; Latin: vesania, insania, insanitas, vecordia, dementia, amentia; Latvian: ārprāts, vājprāts, trakums; Lithuanian: beprotybė, pamišimas; Macedonian: лудило, лудост; Malayalam: ഭ്രാന്ത്, വട്ട്, കിറുക്ക്; Manx: meecheeallid; Middle English: madnesse; Norwegian Bokmål: galskap; Occitan: foliá; Old English: wōdnes; Persian: دیوانگی‎; Plautdietsch: Wonsenn; Polish: szaleństwo, obłęd, świr, fioł, szajba, niepoczytalność, kręciek, wariactwo, amok; Portuguese: loucura, insanidade, maluquice, malucagem, vesânia, doidice, doideira; Romanian: nebunie; Russian: безумие, сумасшествие, помешательство, безумство; Serbo-Croatian Cyrillic: лу̏дост, лу̀дило, порѐмећено̄ст; Roman: lȕdost, lùdilo, porèmećenōst; Slovak: šialenstvo, šialenosť; Slovene: norost, blaznost; Spanish: locura; Swedish: vansinne, vanvett, galenskap; Tajik: девонагӣ; Telugu: పిచ్చి; Turkish: delilik; Ukrainian: божеві́лля, безумство, безумність, шаленість, навіженість, варіяція

frenzy

Armenian: կատաղություն; Bikol Central: labulabo; Bulgarian: ярост, безумие; Catalan: frenesí; Chinese Mandarin: 發狂/发狂, 狂熱/狂热; Danish: vanvid, raseri; Dutch: razernij; Finnish: vimma, kiihko, paniikki; French: frénésie; Galician: farnesía, guinada; German: Wahn, Rausch, Wut; Greek: φρενίτιδα; Ancient Greek: βακχεία, βακχίη, ἐνθουσίασις, ἐνθουσιασμός, θεοληψία, λύσσα, λύττα, οἴστρημα, οἰστρομανία, οἶστρος, παρακοπή, παραφορά, παραφορή, παροίστρησις, παρφορά, φρενιτισμός; Italian: frenesia; Japanese: 逆上; Korean: 발광(發狂), 광란(狂亂); Latin: furia; Latvian: trakums; Maori: hōkeka; Plautdietsch: Wonsenn; Polish: szał, amok; Portuguese: frenesi; Romanian: frenezie; Russian: неистовство, безумие, помешательство, сумасшествие; Sicilian: furia, frinisìa, sdilliriu, sbentu, smania; Spanish: frenesí, manía; Telugu: వీరావేశము; Ukrainian: шаленство, шаленість, божевілля

zeal

Albanian: cenë; Arabic: حَمَاس‎, جُهْد‎; Egyptian Arabic: جهد‎; Armenian: նախանձախնդրություն; Azerbaijani: şövq, canfəşanlıq; Belarusian: запал, заўзятасць; Bulgarian: усъ́рдие, старание, стремеж; Catalan: zel; Cherokee: ᎤᏚᎩᎬᏗ; Chinese Mandarin: 熱心/热心, 熱情/热情, 激情, 熱忱/热忱; Cornish: diwysykter; Czech: horlivost; Dutch: ijver, geestdrift; Esperanto: fervoro; Finnish: into, intohimo, kiihko; French: zèle, assiduité; Georgian: გულმოდგინება, სიბეჯითე, თავგამოდება; German: Eifer, Begeisterung; Gothic: 𐌰𐌻𐌾𐌰𐌽; Greek: ζήλος; Ancient Greek: γνώμα, γνώμη, ἐκτένεια, ἔριδα, ἔρις, ζᾶλος, ζῆλος, ζήλωσις, οἶστρος, ὄπις, προαίρεσις, προθυμία, προθυμίη, σπουδασμός, σπουδή, τὸ πρόθυμον; Hungarian: buzgóság, buzgalom, lelkesedés, hév, hevület; Ido: zelo; Interlingua: zelo; Irish: díograis; Italian: zelo; Japanese: 熱情, 情熱, 熱意, 意気込み, 気勢; Korean: 열정(熱情); Latin: studium, zelus, ardor, fervor, alacritas; Macedonian: ревност; Norwegian Bokmål: engasjement, iver; Persian: غِیرَت‎, تَعَصُّب‎; Plautdietsch: Iewa; Polish: zapał inan, gorliwość; Portuguese: zelo; Romanian: zel, ardoare, râvnă, sârguință; Russian: рвение, усердие, старание, запал; Sanskrit: उत्साह; Scottish Gaelic: eud; Slovak: horlivosť; Spanish: ahínco, fervor, celo, entusiasmo, denuedo; Swedish: iver, nit, nitälskan; Tajik: ғайрат; Tocharian B: spelkke; Turkish: hırs, şevk, heves; Ukrainian: запопадливість, запал, завзяття, завзятість; Uzbek: gʻayrat; Welsh: sêl, selogrwydd