ἀπορθόω
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
English (LSJ)
A make straight, τὸ στόμα τῶν μητρέων Hp.Nat.Mul. 40.
II guide aright, γνώμας S.Ant.636; πρός τι according to a standard, Pl.Lg.757e.
III restore to health, dub. in Men. Georg.59.
Spanish (DGE)
1 enderezar τὸ στόμα τῶν μητρέων Hp.Nat.Mul.40, σανίδας Hero Aut.2.2
•en v. med. mismo sent. χρὴ ταῦτα (ἔμβρυα) ἀπορθοῦσθαι Hp.Mul.1.69
•en part. pas. ἀπωρθωμένος dirigido en línea recta ἐπιφάνεια Hero Spir.1.43.
2 conducir rectamente γνώμας S.Ant.636, τὸν κλῆρον πρὸς τὸ δικαιότατον Pl.Lg.757e.
German (Pape)
[Seite 321] wieder gerade machen, richten, vom Lenken des Schiffes, B. A. 13; übh. leiten, γνώμας Soph. Ant. 632; τὸν κλῆρον πρὸς τὸ δικαιότατον Plat. Legg. VI, 757 e.
French (Bailly abrégé)
ἀπορθῶ :
remettre dans la droite voie, diriger.
Étymologie: ἀπό, ὀρθόω.
Greek Monotonic
ἀπορθόω: μέλ. -ώσω, κάνω κάτι ευθύ, ισιώνω, καθοδηγώ κάποιον σωστά, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπορθόω: досл. выпрямлять, перен. направлять (sc. τινα Soph.; πρὸς τὸ δικαιότατον Plat.).