ceramista
From LSJ
δειναὶ δ' ἅμ' ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → and after him come dread spirits of death that never miss their mark
Spanish > Greek
ἀγγειουργός, καμινεύς, καμινευτήρ, καμινεύτρια, κεραμεύς, κεραμοπλάστης, κεραμοποιός, κεραμοτήξ, λεπτοκεραμεύς, ὀστρακᾶς, ὀστρακεύς, ὀστρακοποιός, πηλοπλάθος, πλαστικάριος, φουρνοπλάστης, χυτρεύς