προσανακλίνω
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
English (LSJ)
[ῑ], lean against, δένδρεσιν ἑαυτούς, of elephants, Agatharch.55:—Pass., lean on, τινι D.S.17.41, Paus.10.30.6; of a city, τῷ ὄρει προσανακεκλιμένη Str.14.1.43.
Greek Monolingual
Α 1. (το ενεργ
και το παθ.) (κυρίως για τους ελέφαντες) ακουμπώ σε κάτι
2. μτφ. στηρίζομαι, βασίζομαι σε κάτι
3. παθ. προσανακλίνομαι
μτφ. (για πόλη) βρίσκομαι πολύ κοντά σε κάτι («Νῡσα... τῷ ὄρει προσανακεκλιμένη», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἀνακλίνω, -ομαι «ακουμπώ, στηρίζομαι»].