νέατος
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
(A), Ep. νείατος, η, ον, poet. Sup., uttermost, lowest, Hom. (who uses the νει- form exc. in Il.11.712, 9.153, 295), always of Space, the lowest part of... ν. ἀνθερεών, κενεών, ὦμος, Il.5.293,857, 15.341; extreme, outermost, ὄρχος Od.7.127; ἀστράγαλος Il.14.466; ν. πείρατα γαίης 8.478; ὑπαὶ πόδα ν. Ἴδης the lowest slope of Ida, 2.824; ἐκ ν. πυθμένος εἰς κορυφήν Sol.13.10; πόδες ν. the feet, Orac. ap.Hdt.7.140; νείατον ἰνίον A.R.3.763, cf. 2.166: c. gen., ν. ἄλλων Il.6.295; πόλις νεάτη Πύλου on the border of Pylos, 11.712; πᾶσαι δ' ἐγγὺς ἁλὸς νέαται Πύλου ἠμαθόεντος 9.153,295 (wrongly expld. ap.Sch. as 3pl. pres. ind. (like κέαται) of ναίω, to be situated):—rare in Prose, τὰς νεάτας πλευράς Hp.Int.27, and cf. νεάτη; contr. νῆτος· ἔσχατος, Hsch.; Arc. νήατος Schwyzer 664.10 (Orchom. Arc., iv B.C.). (The orig. form may be νήατος; with νείατος, νέατος, cf. εἵαται, ἕαται (v. ἧμαι), εἵως, ἕως, etc.; cf. νήϊστος, νείαιρα, νειόθεν, νειόθι.)
(B), η, ον, poet. (post-Hom.) Sup. of νέος,
A latest, last, ν. γέννημα S.Ant.627 (anap.); τὰν ν. ὁδὸν στείχουσαν, ν. δὲ φέγγος λεύσσουσαν ib.807 (lyr.); τίς ἄρα νέατος… λήξει; i.e. ὥστε νέατος γενέσθαι, Id.Aj.1185 (lyr.): neut. νέατον as adverb, for the last time, E.Tr.201 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 235] ion. u. ep. νείατος, eine Art unregelmäßiger superl. zu νέος (vgl. μέσατος zu μέσος), der letzte, äußerste, unterste, in örtlicher Beziehung; bes. von Teilen des menschlichen Körpers, παρὰ νείατον ἀνθερεῶνα, Il. 5, 293; νείατον ἐς κενεῶνα, ibd. 857, βάλε νείατον ὦμον, 15, 341, u. von Gegenden, ὑπαὶ πόδα νείατον Ἴδης, am untersten Fuße des Ida, wo er sich in die Ebene verläuft, 2, 824, νείατα πείρατα γαίης καὶ πόντοιο, die äußerste Gränze, 8, 478, πόλις νεάτη Πύλου, am äußersten Rande von Pylos gelegen, 11, 712, wonach vielleicht auch 9, 153 u. 295 πᾶσαι δ' ἐγγὺς ἁλός, νέαται Πύλου ἠμαθόεντος zu erkl., wo es auch als perf. pass. von ναίω für νέναινται genommen wird, mit Präsensbedeutung, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι νέαται ἀντὶ τοῦ ναίονται. ἔνιοι δὲ ἀντὶ τοῦ ἔσχαται, οὐκ εὖ; es sind aus dem Alterthum auch die v. v.l. l. νάεται und κέαται überliefert; ἔκειτο δὲ νείατος ἄλλων, Iliad. 6, 295; τὴν νεάταν ὁδὸν στείχουσα, den letzten, den Todesweg, Soph. Ant. 801; νέατον δὲ φέγγος λεύσσουσαν ἀελίου, 802; Ai. 1164; auch παίδων τῶν σῶν νέατον γέννημα, Ant. 623, der jüngste Sproß, der zuletzt geboren; – ἡ νεάτη, sc. χορδή, die unterste Saite, d. i. die höchste, Plat. Rep. IV, 443 d; Plut. de music.; s. νήτη. – Moeris erklärt es als attisch für ἔσχατος.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
propr. le plus nouveau, d'où
1 idée de temps le plus récent, le dernier;
2 idée de lieu qui est à l'extrémité, le plus au fond ou le plus bas : πόλις νεάτη Πύλου IL ville à l'extrémité de Pylos ; νέατος κενεών IL le bas des flancs ou du ventre.
Étymologie: Sp. de νέος ; cf. μέσατος et μέσος ; v. en outre νεάτη.
Russian (Dvoretsky)
νέᾰτος: эп. νείᾰτος 3 [superl. к νέος I] последний, крайний (νείατα πείρατα γαίης Hom.): νείατος ἀνθερεών Hom. край подбородка; νείατον ἐς κενεῶνα Hom. в нижнюю часть живота; ὑπαὶ πόδα νείατον Ἴδης Hom. у самой подошвы Иды; πόλις νεάτη Πύλου Hom. город на самой границе Пилоса; τὴν νεάταν ὁδὸν στείχειν Soph. отправляться в последний путь; νέατον φέγγος ἀελίου Soph. последний отблеск солнца.
Greek (Liddell-Scott)
νέατος: Ἰων. νείᾰτος, η, ον, εἶδος ποιητικοῦ ὑπερθετ. τοῦ νέος, ὡς τὸ μέσατος τοῦ μέσος: - ὁ ἔσχατος, τελευταῖος, κατώτατος, χαμηλότατος, παρ’ Ὁμ. (ὅστις ἔχει τὸν τύπον νέατος μόνον ἐν Ἰλ. Λ. 712), ἀείποτε ἐπὶ τόπου ἢ μέρους τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, τὸ κατώτατον μέρος τοῦ..., νείατος ὄρχος, ἀνθερεών, κενεών, ὧμος, κτλ., νείατα πείρατα γαίης, κτλ.· ὑπαὶ πόδα νείατον Ἴδης, κατὰ τὴν χαμηλοτάτην κατωφέρειαν τῆς Ἴδης, ἔνθα αὕτη καταλήγει εἰς τὴν πεδιάδα, Ἰλ. Β. 824· ἐκ ν. πυθμένος εἰς κορυφὴν Σόλων 12. 10· ν. πόδες, τὰ ἄκρα τῶν ποδῶν, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 140· νειάτη πλευρὰ Εὐρ. Ρῆσ. 794· οὕτω παρὰ μεταγεν. Ἐπικ.· - μετὰ γεν., νείατος ἄλλων Ἰλ. Ζ. 295, Ὀδ. Ο. 108· πόλις νεάτη Πύλου, ἐσχάτη, ἐπὶ τῶν μεθορίων τῆς Πύλου, Ἰλ. Λ. 712· οὕτω, πᾶσαι δ’ ἐγγὺς ἁλός, νέαται Πύλου ἠμαθόεντος Ι. 153 (ἔνθα τινὲς τῶν ἀρχαίων Ἑρμηνευτῶν ἐκλαμβάνουσι τὸ νέαται ἀντὶ τοῦ νενέαται, γ΄ πληθ. παθ. πρκμ. τοῦ ναίω, κεῖμαι, εὑρίσκομαι, ἀλλ’ ἴδε Spitzn. ἐν τόπῳ, Λοβεκ. Παραλ. 357). ΙΙ. ἀκολούθως ἐπὶ χρόνου, = ὕστατος, Λατ. novissimus, ν. γέννημα Σοφ. Ἀντ. 627· τὰν ν. ὁδὸν στείχουσαν, ν. δὲ φέγγος λεύσσουσαν αὐτόθι 807, πρβλ. 877· τίς ἄρα νέατος... λήξει; δηλ., ὥστε νέατος γενέσθαι, Αἴ. 1185· νέατον, ὡς ἐπίρρ., διὰ τελευταίαν φοράν, Εὐρ. Τρῳ. 201· - Σπάν. παρ’ Ἀττ. πλὴν ἐν τῷ τύπῳ νεάτη, νήτη, ἴδε ἐν λέξει νεάτη.
English (Autenrieth)
(νέος): newest, but always of position, extremest, last, lowest, Il. 6.295, Od. 15.108; apparently, ‘topmost,’ Il. 14.466.
Greek Monolingual
(I)
νέατος, -άτη, -ον και νειάτιος, -ίη, -ον, επικ. και ιων. τ. νείατος, αρκαδ. τ. νήατος, -άτη, -ον και συνηρ. νῆτος, -η, -ον (Α)
1. έσχατος, τελευταίος («τὰς νεάτας πλευράς», Ιπποκρ.)
2. κατώτατος, χαμηλότατος («οἱ δὲ Ζέλειαν ἔναιον ὑπαὶ πόδα νείατον Ἴδης», Ομ. Ιλ.)
3. το θηλ. ως ουσ. βλ. νεάτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νειός / νεός «αγρός» + κατάλ. υπερθετικού -ατος αναλογικά προς το δέκατος (πρβλ. έσχατος, πύματος). Ο τ. νειάτιος < νείατος + κατάλ. -ιος. Ο τ., τέλος, νήατος σχηματίστηκε πιθ. από αμάρτυρο νῆτος, συνηρημένο τ. του νέατος (πρβλ. νήτη), κατά το ὕπατος.
(II)
νέατος, -άτη, -ον (Α)
1. (ως προς τον χρόνο) τελευταίος, ύστατος («παίδων τῶν σῶν νέατον γέννημα», Σοφ.)
2. (το ουδ. ως επίρρ.) νέατον
για τελευταία φορά («νέατον τεκέων σώματα λεύσω», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Τύπος ανώμαλου υπερθ. του νέος, κατά τα υπερθετικά σε -ατος (πρβλ. έσχατος), το οποίο συγχύθηκε νωρίς με το νέατος (Ι) / νείατος, υπερθ. του νειός με σημ. «κατώτατος»].
Greek Monotonic
νέᾰτος: Επικ. και Ιων. νείᾰτος, -η, -ον, ποιητ. υπερθ. του νέος, όπως το μέσατος του μέσος·
I. έσχατος, τελευταίος, κατώτατος, σε Όμηρ.· ὑπαὶ πόδα νείατον Ἴδης, στη χαμηλότερη κατωφέρεια της Ίδης, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., πόλις νεάτη Πύλου, η τελευταία πόλη στα σύνορα της Πύλου, στο ίδ.
II. λέγεται για χρόνο, ύστατος, τελευταίος, σε Σοφ.· τίς ἄρα νέατος λήξει; δηλ., ὥστε νέατος γενέσθαι, στον ίδ.· νέατον ως επίρρ., για τελευταία φορά, σε Ευρ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: lowest, utmost
Other forms: ep. also νείατος.
See also: s. νειός, also νέος.
Middle Liddell
νέατος, επιξ νείᾰτος, η, ον [a poet. Sup. of νέος, as μέσατος of μέσος
I. the last, uttermost, lowest, Hom.; ὑπαὶ πόδα νείατον Ἴδης at the lowest slope of Ida, Il.:—c. gen., πόλις νεάτη Πύλου a city on the border of Pylos, Il.
II. of time, latest, last, Soph.; τίς ἄρα νέατος λήξει, i. e. ὥστε νέατος γενέσθαι, Soph.; νέατον as adv. for the last time, Eur.
Frisk Etymology German
νέατος: {néatos}
Forms: ep. auch νείατος
Meaning: unterster, äußerster
See also: s. νειός, auch νέος.
Page 2,296