ὑπερτερία

From LSJ
Revision as of 07:45, 10 April 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Theil" to "Teil")

ἀνδρῶν γὰρ σωφρόνων μέν ἐστιν, εἰ μὴ ἀδικοῖντο, ἡσυχάζειν → for it is the part of prudent men to remain quiet if they should not be wronged

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερτερία Medium diacritics: ὑπερτερία Low diacritics: υπερτερία Capitals: ΥΠΕΡΤΕΡΙΑ
Transliteration A: hypertería Transliteration B: hyperteria Transliteration C: yperteria Beta Code: u(perteri/a

English (LSJ)

Ion. ὑπερτερίη, ἡ,
A the upper part or body of a carriage, opp. to the axle and wheels, Od.6.70, IG12.313.114, al., Pl.Tht.207a.
II pre-eminence, Thgn.418.
III = ὑπερηφανία, Hsch.(pl.).

German (Pape)

[Seite 1202] ἡ, ion. ὑπερτερίη, 1) das Obere, der obere Teil; Od. 6, 70 ἀπήνην ὑπερτερίη ἀραρυῖαν, Obergestell des Wagens, der Wagenkorb; Plat. Theaet. 207 a; von den Alten durch πλινθίς erklärt, wie Eutecn. paraphr. Opp. Cyn. 1, 530. – 2) das Darübersein, der Vorzug. – Auch wie ὑπερηφανία, Übermuth, Theogn. 148, nach Hesych. Erklärung.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
partie supérieure d'une chose, particul. le dessus d'une voiture, d'un char.
Étymologie: ὑπέρτερος.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερτερία: эп. ὑπερτερίηверхняя часть (повозки), кузов Hom., Plat.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερτερία: Ἰων. -ίη, ἡ, τὸ ἀνώτερον μέρος ἢ τὸ σῶμα ἁμάξης, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ κατώτερον τὸ συγκείμενον ἐκ τοῦ ἄξονος καὶ τῶν τροχῶν, Ὀδ. Ζ. 70, Πλάτ. Θεαίτ. 207Α. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τὸ ἄνωθεν τῆς ἁμάξης ἐπιτιθέμενον», καὶ κατὰ Πολυδ. Α΄, 144 «τὸ δὲ ὅλον ἐπίθημα (δηλ. τοῦ ἅρματος) καλεῖται ὑπερτερία», ἴδε καὶ Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ζ. 70 Εὐστ. ἐν τόπῳ. ΙΙ. τὸ ὑπερέχειν, ὑπέρτερον εἶναι, ὑπεροχή, Θέογν. 418. ΙΙΙ. = ὑπερηφανία, «ὑπερτερίῃσι· νεωτερισμοῖς. ὑπερηφανίαις» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ, και ιων. τ. ὑπερτερίη Α ὑπέρτερος
1. το τετράγωνο σανίδωμα, η ανώτερη επιφάνεια μιας άμαξας, όπου τοποθετούνται τα φορτία, σε αντιδιαστολή προς το τμήμα που αποτελείται από τον άξονα και τους τροχούς
2. υπεροχή
3. (κατά τον Ησύχ.) «ὑπερτερίησι
νεωτερισμοῖς
ὑπερηφανίαις».

Greek Monotonic

ὑπερτερία: Ιων. -ίη, ἡ, το επάνω μέρος ή το σκαρί μιας άμαξας, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

ὑπερτερία, ἡ,
the upper part or body of a carriage, Od. [from ὑπέρτερος

English (Woodhouse)

frame of a carriage

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)