διαβήτης
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
διαβήτου, ὁ, (διαβαίνω)
A compass, so called from its outstretched legs, Ar.Nu.178, Av.1003.
2 carpenter's rule or stonemason's rule, ξύσας ὀρθὸν πρὸς διαβήτην IG12(2).11.20 (Lesbos), cf. ib.2.1054.10, Pl.Phlb. 56b, Plu.2.802f, Sch.Il.2.765.
II siphon, Colum.3.10, HeroSpir.1.29.
III Medic., the disease diabetes, Aret.SD2.2, Philagr. ap. Orib.5.19.9, Gal.8.394.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): διαβάτης Hsch.
• Morfología: [jón. gen. διαβήτεω Aret.SD 2.2.1, CD 2.2.1]
I 1compás Ar.Nu.178, Au.1003, Vett.Val.347.20, Porph.in Harm.18.25, Iambl.VP 115, Dor.Ab.Doct.78, Phlp.in APo.128.11, Leont.in Arat.1.5, Sud.
•dud. (tal vez sent. 2) en Pl.Phlb.56b, πρὸς κανόνα καὶ διαβήτην ἀπηκριβωμένος Plu.2.802e.
2 nivel de albañil ξύσας ὀρθὸν πρὸς διαβήτην tallando recto con el nivel, SEG 38.801.19 (Mitilene IV a.C.), cf. IG 22.1665.8, 1668.10, 1678a.7 (todas IV a.C.), SEG 39.442.11 (Oropo IV a.C.), 175.9 (Atenas III a.C.), ID 507.10 (III a.C.), Hsch., Sch.Er.Il.2.765d, Sch.Ar.Ra.800D.
3 mec. sifón recipiente con un tubo por el que sale el líquido por un punto superior a su nivel, de cristal, Hero Spir.1.3, 2.19, para vino, PLaur.14A.18 (III d.C.)
•tb. n. del propio tubo, Colum.3.10.2.
4 gnomon de un reloj de sol, Sud.
II medic. diabetes Gal.8.394, Aret.ll.cc., Philagr. en Orib.5.19.9, Aët.5.137.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 compas;
2 fil à plomb.
Étymologie: διαβαίνω.
German (Pape)
ὁ,
1 der weit ausschreitende, der Zirkel, Ar. Nub. 179; Av. 1003.
2 die Bleiwaage der Zimmerleute, Plat. Phil. 56b, von σταφύλη unterschieden, μετρεῖ γὰρ τὸ πλάτος μόνον.
3 der Doppelheber, Mathem.
4 die Harnruhr, Medic.
Russian (Dvoretsky)
διαβήτης: ου ὁ
1 циркуль Arph.;
2 плотничий отвес, по друг. = 1 Plat., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
διαβήτης: -ου, ὁ, (διαβαίνω) τὸ γνωστὸν ἐργαλεῖον κληθὲν οὕτως ἐκ τῶν διεστώτων αὐτοῦ σκελῶν, Λατ. circinus, Ἀριστοφ. Νεφ. 178, Ὄρν. 1003, Πλάτ. Φιλήβ. 56Β καὶ Πλουτ. 2. 802Ε. (Ἐν τοῖς δύο τελευταίοις χωρίοις πολλοὶ νομίζουσιν ὅτι σημαίνει τὴν στάθμην τῶν τεκτόνων (libella), ἀλλ' ἄνευ λόγου). ΙΙ. ὁ σίφων (τρούμπα), Λατ. diabetes, Columella 3. 10, Ἥρων Πνευμ. σ. 156. ΙΙΙ. ὡς ἰατρ. ὅρος, ἡ νόσος διαβήτης, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 2.
Greek Monolingual
ο (κατά τον Ησύχιο και διαβάτης) (ΑΝ) διαβαίνω
όργανο χάραξης κύκλων και σύγκρισης μικρών διαστημάτων
νεοελλ.
1. «σακχαρώδης διαβήτης» — νόσος που προκαλείται από τη διαταραχή του μεταβολισμού τών υδατανθράκων, με αποτέλεσμα την αύξηση του σακχάρου στο αίμα και την εμφάνιση σακχάρου στα ούρα
2. φρ. «τά πάει όλα με τον διαβήτη» — ενεργεί με περίσκεψη και ακρίβεια
αρχ.
σίφωνας για την άντληση και μετάγγιση υγρών.
Greek Monotonic
διαβήτης: -ου, ὁ (διαβαίνω), πυξίδα, διαβήτης ονομαζόμενος έτσι από τα τεντωμένα και σε έκταση πόδια του, Λατ. circinus, σε Αριστοφ.
Frisk Etymological English
See also: s. βαίνω.
Middle Liddell
διαβαίνω
the compass, so called from its outstretched legs, Lat. circinus, Ar.
Frisk Etymology German
διαβήτης: {diabḗtēs}
Grammar: m.
Meaning: Zirkel (Ar.) von διαβαίνειν, die Beine spreizen, Bleiwaage (Pl., Plu.), dann Heber (Colum., Hero) wegen der Ähnlichkeit der Gestalt; davon als med. t. t. Harnruhr (Aret. u. a.) wegen des starken Harnflusses. Kalbfleisch BPhW 1944 (gegen Strömberg Wortstudien 89). Die Bedeutung Zuckerkrankheit ist modern.
Etymology: Vgl. βαίνω.
Page 1,383
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό διαβαίνω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα βαίνω.
Translations
pair of compasses
Arabic: فِرْجَار, بِرْكَار, دَوَّارَة, بِيكَار; Gulf Arabic: فرجار; Armenian: կարկին; Azerbaijani: pərgar; Basque: konpas; Belarusian: цыркуль; Bulgarian: пергел; Catalan: compàs; Chinese Cantonese: 圓規/圆规; Mandarin: 圓規/圆规; Crimean Tatar: pergel; Czech: kružítko; Danish: passer; Dutch: passer; Esperanto: cirkelo; Estonian: sirkel; Finnish: harppi; French: compas; Galician: compás; Georgian: ფარგალი; German: Zirkel; Greek: διαβήτης; Ancient Greek: διαβήτης, καρκίνος; Hebrew: מחוגה; Hindi: परकार; Hungarian: körző; Icelandic: sirkill, hringfari; Indonesian: jangka; Irish: compás; Old Irish: gabalrind; Italian: compasso; Japanese: コンパス; Kalmyk: һортьг; Kannada: ಕೈವಾರ; Korean: 콤파스, 컴퍼스; Latin: circinus; Latvian: cirkulis; Lithuanian: skriestuvas; Macedonian: шестар; Malay: jangka lukis; Maori: tāporowhita, tuhiporowhita; Middle English: compas; Norwegian: passer; Ojibwe: waawiyebii'igan; Ottoman Turkish: پرگار; Persian: پرگار; Polish: cyrkiel; Portuguese: compasso; Romanian: compas; Russian: циркуль; Serbo-Croatian: šestar; Slovene: šestilo; Spanish: compás; Swahili: bikari; Swedish: passare; Telugu: వృత్తలేఖిని; Thai: วงเวียน, กงเวียน, กางเวียน; Thai: วงเวียน; Turkish: pergel; Uzbek: sirkul; Vietnamese: com-pa; West Frisian: passer c