ἀντιπεπονθός

From LSJ
Revision as of 12:32, 23 October 2024 by Spiros (talk | contribs)

κραδία δὲ φόβῳ φρένα λακτίζει → my heart knocks at my ribs

Source

English

reciprocity, requital, suffering in turn, karma; v. ἀντιπάσχω and translatum

German (Pape)

[Seite 258] (s. ἀντιπάσχω), τό, die Vergeltung, Wechselwirkung, das umgekehrte Verhältniß, Arist. Mathem.

Spanish

взаимность, взаимопомощь

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιπεπονθός: ἴδε ἐν λ. ἀντιπάσχω. - Ἐπίρρ. -θότως Ἀρχιμ. ἐπιπέδ. ἰσορροπ. 1. 7, καὶ οὐσιαστ. -πεπόνθησις, ἡ, Νικομ. Ἀριθμ. σ. 75.

Greek Monolingual

το (Α)
βλ. αντιπάσχω.