προσσαίνω
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
English (LSJ)
A fawn upon, coax, prop. of dogs, S.Fr.1082, Arr.Cyn. 7.2; ταῖς κέρκοις Ph.2.422: mostly metaph., οὐκ ἂν Ἀργείων τόδ' εἴη φῶτα προσσαίνειν κακόν A.Ag.1665 (troch.): c. dat., π. τοῖς συνδείπνοις Ath.3.99e.
2 of things, please, τῶνδε προσσαίνει σέ τι; A.Pr.835, cf. E.Hipp.863.
German (Pape)
[Seite 780] anwedeln, eigtl. von schmeichelnden Hunden, Arr. Cyn. 7, 2; übertr., schmeicheln, liebkosen, εἰ τῶνδε προσσαίνει σέ τι, Aesch. Prom. 837; φῶτα κακόν, Ag. 1650; Soph. frg. 929 u. B. A. 21, 26; Eur. vrbdt auch τύποι σφενδόνης προσσαίνουσί με, Hipp. 863.
French (Bailly abrégé)
caresser, flatter ; plaire à, acc. ; p. ext. en parl. de choses εἰ τῶνδε προσσαίνει σέ τι ESCHL si quelqu'une de ces choses te plaît.
Étymologie: πρός, σαίνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-σαίνω toekwispelen; overdr. van pers. vleien; van zaken behagen.
Russian (Dvoretsky)
προσσαίνω: дор. ποτισαίνω
1 вилять хвостом, ласкаться Soph.;
2 льстить, подольщаться (φῶτα κακόν Aesch.);
3 привлекать, манить: τῶνδε προσσαίνει σέ τι; Aesch. нравятся тебе подобные вещи?
Greek (Liddell-Scott)
προσσαίνω: σαίνω πρός τινα, θωπεύω, κολακευτικῶς φέρομαι, ὡς τὸ αἰκάλλω, κυρίως ἐπὶ κυνῶν, Σοφ. Ἀποσπ. 928. Ἀρρ. Κυν. 7. 2· - τὸ πλεῖστον μεταφορ., οὐ γὰρ Ἀργείων τόδ’ εἴη φῶτα προσσαίνειν κακὸν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1665· ποτισαίνουσα... παράγει βροτὸν Ἄτα (οὕτως ὁ Ἕρμανν.) ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 98. 2) ἐπὶ πραγμάτων, εὐαρεστῶ, ὡς τὸ Λατ. arridere, εἰ τῶνδε προσαίνει σέ τι ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 835, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 863. 3) σπανίως μετὰ δοτ., Ἀθήν. 99Ε.
Greek Monolingual
ΜΑ
(συν. μτφ.) κολακεύω, θωπεύω
αρχ.
1. (κυρίως για σκύλο) κουνώ την ουρά μου σε κάποιον
2. (για πράγμα) ευφραίνω, τέρπω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + σαίνω «κουνώ την ουρά, περιποιούμαι, κολακεύω»].
Greek Monotonic
προσσαίνω: Δωρ. ποτι-σαίνω, αόρ. αʹ -έσηνα·
1. φέρομαι κολακευτικά, θωπεύω, κυρίως λέγεται για σκύλους· μεταφ., φῶτα προσσαίνειν κακόν, σε Αισχύλ.
2. λέγεται για πράγματα, ευχαριστώ, ευαρεστώ, όπως Λατ. arridere, τινά, στον ίδ., Ευρ.
Middle Liddell
doric ποτι-σαίνω aor1 -έσηνα
1. to fawn upon, properly of dogs; metaph., φῶτα προσσαίνειν κακόν Aesch.
2. of things, to please, like Lat. arridere, τινά Aesch., Eur.