ῥᾳθυμία
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
ἡ, (often written ῥᾴθῡμῐ́ᾱ)
A easiness of temper, taking things easily, Th.2.39.
2 recreation, relaxation, amusement, E. Cyc.203, Ael.VH9.9: in plural, αἱ ῥ. καὶ αἱ ἀπονίαι καὶ αἱ ἀμέλειαι Arist. Rh.1370a14, cf. Isoc.9.42, 45, Plb.10.19.5.
II mostly in bad sense, indifference, sluggishness, laziness, Lys.10.11, X.Mem.3.5.5, al., cf. D.9.5; ἐκτήσαντο ῥᾳθυμίαν get a name for laziness, E.Med.218.
2 heedlessness, rashness, τοῦ λόγου Pl.Phd. 99b. [Written ῥαθ- correctly in Phld.Rh.2.31 S., Ir.p.60 W., Hom.p.28 O., IG5(1).1208.33 (Gythium, i A.D.); Ion. ῥᾳθυμίη is dub. in Hp.Acut.47 (cf. i p. lxxviii K.); this group of words is not found in Hdt. or other Ionic texts.]
English (Woodhouse)
carelessness, heedlessness, idleness, indifference, indolence, laziness, remissness, thoughtlessness
German (Pape)
[Seite 832] ἡ, Leichtsinn, Nachlässigkeit, Sorglosigkeit; Eur. Med. 218 Cycl. 202; πολλὴ λόγου ῥᾳθ., Plat. Phaed. 99 b; ἐκ ῥᾳθυμίας, Legg. VI, 779 a; auch Vergnügungssucht, Zerstreuung; Thuc. setzt ῥᾳθυμία μᾶλλον ἢ πόνων μελέτη gegenüber, 2, 39; καὶ τρυφή, καὶ ἀργία, Plat. Legg. X, 901 ce; Xen. Mem. 3, 5, 5; ὑπὸ ῥᾳθυμίας καὶ μαλακίας, Lys. 10, 11; ὁ πλοῦτος ἐξουσίαν παρασκευάζει τῇ ῥᾳθυμίᾳ, Isocr. 1, 6; κατὰ τὰς ἀναπαύσεις καὶ ῥᾳθυμίας ἐν τῷ ζῆν, Pol. 10, 19, 5; Luc. Hermot. 4 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 facilité d'humeur, disposition à prendre les choses facilement ; en mauv. part insouciance, indifférence;
2 récréation, distraction, amusement.
Étymologie: ῥᾴθυμος.
Russian (Dvoretsky)
ῥᾳθῡμία: ἡ
1 беспечность, беззаботность, нерадивость, равнодушие, Thuc., Xen., Lys., Eur.: μακρὰ ἂν ῥ. εἴη τοῦ λόγου Plat. сказать так было бы крайне необдуманно;
2 отдохновение, развлечение, увеселение, Eur., Arst., Polyb.
Greek Monolingual
η / ῥαθυμία, ΝΜΑ, και ραθυμία Ν, και ῥαθυμία Α ράθυμος
η ιδιότητα ή η κατάσταση του ράθυμου, απροθυμία για εργασία, οκνηρία, νωθρότητα, αμέλεια
νεοελλ.
1. κακή διάθεση, στενοχώρια, θλίψη
2. (στον τ. ραθυμιά) σφοδρή επιθυμία, αραθυμιά
αρχ.
1. η έλλειψη σοβαρότητας, επιπολαιότητα
2. ευθυμία, τέρψη, διασκέδαση
3. απερισκεψία («ῥαθυμία... τοῦ λόγου», Πλάτ.).
Greek Monotonic
ῥᾷθῡμία: ἡ,
I. 1. ευκολία στη διάθεση, ιδιοσυγκρασία με χαρακτηριστικό γνώρισμα να παίρνει κάποιος τα πράγματα με ευκολία, σε Θουκ.
2. ψυχαγωγία, ξεκούραση, αναψυχή, διασκέδαση, σε Ευρ.
II. 1. με αρνητική σημασία, αδιαφορία, νωθρότητα, τεμπελιά, οκνηρία, σε Ξεν. κ.λπ.· ῥᾳθυμίαν κτήσασθαι, αποκτώ όνομα, φημίζομαι για την τεμπελιά μου, σε Ευρ.
2. αμυαλιά, απερισκεψία, αποκοτιά, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
ῥᾳθῡμία: ἡ, τὸ ἀνειμένως διαιτᾶσθαι, Θουκ. 2. 39. 2) εὐθυμία, διασκέδασις, τί τάδε; τίς ἡ ῥᾳθυμία; τί βακχιάζετ’; Εὐρ. Κύκλ. 203· ἐν τῷ πληθ., αἱ ῥ. καὶ αἱ ἀπονίαι καὶ ἀμέλειαι Ἀριστ. Ρητορ. 1. 11, 4, πρβλ. Πολύβ. 10. 19, 5. ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἀδιαφορία, ἀφροντισία, ὀκνηρία, Λυσ. 117, 10, Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 5, κ. ἀλλ.· ῥ. καὶ ἀμέλεια Δημ. 112. 4· ῥ. κτήσασθαι, κτήσασθαι φήμην ἐπὶ ὀκνηρίᾳ, Εὐρ. Μήδ. 218. 2) ἀπερισκεψία, τὸ ἀλόγιστον, τοῦ λόγου Πλάτ. Φαίδων 99Β.
Middle Liddell
ῥᾳθῡμία, ἡ,
I. easiness of temper, a taking things easily, Thuc.
2. recreation, relaxation, amusement, Eur.
II. in bad sense, indifference, sluggishness, laziness, Xen., etc.; ῥ. κτήσασθαι to get a name for laziness, Eur.
2. heedlessness, rashness, Plat.
Translations
laziness
Arabic: كَسَل; Egyptian Arabic: كسل; Armenian: ծուլություն; Aromanian: leani; Assamese: এলাহ; Bashkir: ялҡаулыҡ; Belarusian: лянота, гультайства; Bikol Central: kahugakan; Bulgarian: мързел, безделие; Catalan: peresa, mandra, accídia; Cebuano: tapol, katapol; Chichewa: ulesi; Chinese Mandarin: 惰性, 懒惰; Chukchi: ӄытԓиӄыԓ; Czech: lenost; Danish: dovenskab; Dutch: luiheid; Estonian: laiskus; Ewe: kuviawɔwɔ; Faroese: leti; Finnish: laiskuus; French: paresse, flemme; Galician: galloufa, nugalla, taina, cuxota, mandría, apaxo, doquería, larchaneiría, lacazaneiría; German: Faulheit, Trägheit; Greek: τεμπελιά; Ancient Greek: ἀκηδία, [ἀκηδίη]], ἀκήδεια, ἀμεριμνία, ἀπονία, ἀργία, ἀτονία, ἀφιλεργία, βλακεία, ἐπισυρμός, νώθεια, νωχελία, νωχελίη, ὀκνηρία, ὀλιγοπονία, ῥᾳδιουργία, ῥαθυμία, ῥᾳθυμία, ῥᾳθυμίη, σχολαιότης, χαλιφροσύνη; Gujarati: આળસ or; Haitian Creole: parès; Hebrew: עצלות; Hungarian: lustaság; Icelandic: leti; Ilocano: sadut; Indonesian: kemalasan; Irish: drogall; Italian: pigrizia; Japanese: 無精; Khmer: ការខ្ជិល; Korean: 게으름; Latin: pigritia; Macedonian: мрза; Maori: māngeretanga; Navajo: iłhóyééʼ; Northern Mansi: сав; Old English: slǣwþ; Pangasinan: ngiras; Polish: lenistwo; Portuguese: preguiça; Quechua: qilla; Romanian: lene; Russian: лень; Scottish Gaelic: leisg; Slovak: lenivosť; Spanish: pereza, desidia, fiaca, flojera, desgana; Swahili: uzembe; Swedish: lättja, lathet; Tagalog: katamaran, kamaymayan; Telugu: సోమరితనము; Thai: ความขี้เกียจ; Tocharian B: ālasäññe; Turkish: tembellik; Ukrainian: лінощі, лінь; Umbundu: epepe; Vietnamese: sự lười biếng; Welsh: diogi