ραβδοσκόπος
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
Greek Monolingual
ο, η, Ν
αυτός που με τη βοήθεια μικρής ράβδου προσπαθεί να επισημάνει νερό ή μετάλλευμα μέσα στη γη, πρόσωπο που ασκεί ραβδοσκοπία, ραβδομάντης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ράβδος + -σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. ωροσκόπος].
Translations
dowser
Catalan: saurí, rabdomàntic, rabdomàntica, rabdomant; Finnish: kaivonkatsoja; French: rhabdomancien, rhabdomancienne, baguettisant, baguettisante, sourcier, sourcière, radiesthésiste; Galician: rabdomante; German: Rutengänger, Rutengängerin, Wünschelrutengänger, Wünschelrutengängerin, Wünschelrutengeher, Wünschelrutengeherin, Rhabdomant, Rhabdomantin; Greek: ραβδοσκόπος; Ancient Greek: ποταμίτης, ὑδρογνώμων, ὑδροφάντης; Ido: hidroskopo; Irish: aimsitheoir uisce, collóir; Italian: rabdomante; Latin: aquilex; Marathi: जलशोधक, पानाडी, पानाड्या; Polish: różdżkarz, różdżkarka, radiesteta, radiestetka; Portuguese: rabdomante, vedor; Spanish: zahorí, rabdomante