ἐξαλείφω
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
pf. Pass. ἐξαλήλιμμαι (v. infr.): subj.aor.2 Pass. ἐξαλῐφῇ v.l. in Pl.Phdr.258b:—
A plaster or wash over, τοῦ σώματος τὸ ἥμισυ ἐξηλείφοντο γύψῳ Hdt.7.69; ᾗ ἔτυχε . . οὐκ ἐξαληλιμμένον τὸ τεῖχος where it was not whitewashed, Th.3.20; τοὺς βωμοὺς ἐξαλείψαντι IG11.161A103 (Delos, iii B. C.):—Med., anoint, μύρῳ βρενθείῳ ἐξαλείψαο Sapph.Supp.23.20. II wipe out, obliterate, ἐξαλειφθεῖσ' ὡς ἄγαλμα E.Hel.262: metaph., wipe out of one's mind, πάντα τὰ πρόσθεν Pl.Tht.187b; τὸ γιγνώσκειν D.37.34; [ὑπόνοιαν] Men.Pk.310(prob.); cancel, ἐ. ψηφίσματα And.1.76; νόμους Lys.1.48; αἰτίας Arist.Ath.40.3; ἐξαλειφόντων (sc. τὸ ὀφείλημα) IG12.91.10; esp. at Athens, ἐ. τινὰ ἐκ τοῦ καταλόγου strike his name off the roll, X.HG2.3.51, cf. Arist. Ath.36.2; so ἐ. τινά Ar.Eq.877, cf. D.39.39; opp. ἐγγράφω, Ar.Pax 1181, Lys.30.2, etc.; ὑμᾶς ἐκ παντὸς τοῦ Ἑλληνικοῦ Th.3.57:—Med., ἐξαλείψασθαι τὰς ἀπογραφάς to get one's inventory cancelled, Pl.Lg. 850d: metaph., ἐ. πάθος φρενός blot it out from one's mind, E.Hec. 590. 2 metaph., wipe out, destroy, μὴ 'ξαλείψῃς σπέρμα Πελοπιδῶν A.Ch.503, cf. E.Hipp.1241:—Pass., ἡ Σπάρτης εὐδαιμονίη οὐκ ἐξηλείφετο Hdt.7.220; τιμὰς μὴ 'ξαλειφθῆναι A.Th.15; οὐδ' ἄπαις δόμος . . ἐξαλειφθείη ποτ' ἄν E.IT698.
German (Pape)
[Seite 866] (s. ἀλείφω, aor. II. pass. ἐξαλιφῇ Plat. Phaedr. 258 b), 1) einsalben, bestreichen; γύψῳ, μίλτῳ ἐξηλείφοντο τὸ σῶμα, Her. 7, 69; ᾗ ἔτυχε οὐκ ἐξαληλιμμένον τὸ τεῖχος, wo die Mauer nicht beworfen, übertüncht war, Thuc. 3, 20. – Gew. 2) auswischen, etwas Geschriebenes, Gemaltes ausstreichen, Ggstz ἐγγράφω, Plat. Rep. VI, 501 b; ὅταν ἐξαλειφθῇ τὸ εἴδωλον Theaet. 191 d; ψήφισμα Andoc. 1, 76; νόμους Lys. 1, 48; den Namen aus einem Register, aus Listen, ἐκ τοῦ καταλόγου Xen. Hell. 2, 3, 51; Lys. 16, 13; ohne Zusatz, Dem. Lept. 35; ἐξαλήλιπται καὶ οὐ πρόσεστι τῇ παραγραφῇ 37, 34; ἐξηλεῖφθαι Plut. Symp. 8, 7, 4; vertilgen, aufheben, τιμὰς μὴ 'ξαλειφθῆναί ποτε Aesch. Spt. 15; οὐδ' ἄπαις δόμος ἐξαλειφθείη ποτ' ἄν Eur. I. T. 698; λόγος, Ggstz ἐμμένειν, Plat. Phaedr. 258 b; ἡ Σπάρτης εὐδαιμονίη οὐκ ἐξηλείφετο Her. 7, 220; πόλιν ἐκ τοῦ' Ἑλληνικοῦ Thuc. 3, 57; φήμην Sest. Emp. adv. math. 3; seltner von Menschen, Aesch. Ch. 496; Eur. Hipp. 1241. – Auch im med., ἐξαλείψασθαι φρενός, aus dem Innern, Eur. Hec. 590; τὰς ἀπογραφὰς ἐξαλειψάμενος Plat. Legg. VIII, 850 c, seine Schätzung ausstreichen lassend.