παράκειμαι
ἡ δὲ γεωργία πέττει καὶ ἐνεργὸν ποιεῖ τὴν τροφήν → tillage brings to maturity and calls into action the nutritive properties of the soil
English (LSJ)
poet. πάρκειμαι Pi. (v. infr.): Ep. impf.
A παρεκέσκετο Od.14.521:—used as Pass. to παρατίθημι, lie beside or before, ἔτι καὶ παρέκειτο τράπεζα Il.24.476; ὀϊστόν, ὅ οἱ παρέκειτο τραπέζῃ Od.21.416, cf. Pherecr. 108.17, Telecl.1.7, etc.; ἡ παρακειμένη τροφή Arist.HA599a25: generally, to be at hand, available, οἷα τέκτοσιν ἡμῖν ὕλη παράκειται Pl.Ti.69a; to be adjacent, c. dat., PTeb.74.56 (ii B. C.): metaph., ὑμῖν παράκειται ἐναντίον ἠὲ μάχεσθαι ἢ φεύγειν the choice is before you, to fight or flee, Od.22.65; ἔρδειν . . ἀμηχανίη παράκειται Thgn.685; ἅμα παρακεῖσθαι λύπας τε καὶ ἡδονάς lie side by side, Pl. Phlb.41d: freq. in part., Ἀΐδᾳ παρακείμενος lying at death's door, S. Ph.861 (lyr.); παρκείμενον τέρας the present marvel, Pi.O.13.73; τὸ παρκείμενον the present, Id.N.3.75; ἱκανὰ τὰ κακὰ καὶ τὰ παρακείμενα Ar.Lys.1048; τὰ π. ὕδατα PTeb.61(b).132 (ii B. C.); τὰ π., also, dishes on table, Amphis 30.6; κλίνην . . παρακειμένην τε τὴν τράπεζαν Diod. Com.2.10; ἡ π. πύλη the nearest gate, Plb.7.16.5; ἐν μνήμῃ παρακείμενα things present in memory, Pl.Phlb.19d; under discussion, λόγος Phld.Sign.16; obvious, Id.Rh.1.3,6 S.; to be closely connected with, παράκεινται τῇ μαθηματικῇ θεωρίᾳ ἥ τε θεολογικὴ ἐπιστήμη καὶ ἡ φυσική lamb.Comm.Math.28. b in legal phrases, to be attached or appended, of documents, BGU889.15 (ii A. D.); to be noted, scheduled, PTeb.27.7 (ii B. C.); to be preserved in a register or archive, PSI5.454.18 (iv A. D.), etc. 2 press on, urge, c. dat., πυκνότερον ἡμῖν -κείμενοι LXX 3 Ma.7.3, cf. Plb.5.34.7. 3 metaph., lie prostrate, of absolute subjection, π. πρὸ προσώπου σου LXX Ju.3.3. 4 to be permissible, Hp.Dent.15. II in Gramm., etc.: 1 to be laid down, mentioned in text-books, τὰ σημεῖα οὐ παράκειται Philum. Ven.29; simply, to be cited, ἐκ τῶν Θεοφράστου Sch.Ar.Pl.720. 2 ὁ παρακείμενος (sc. χρόνος) the perfect tense, A.D.Synt.205.15. 3 ἀντίφρασίς ἐστι λέξις . . διὰ τοῦ π. τὸ ἐναντίον παριστῶσα, ex adjecto, as when the Furies are called Eumenides, Trypho Trop.2.15, cf. Ps.-Plu. Vit.Hom. 25. 4 of words, to be joined by juxtaposition (not composition, cf. παράθεσις 1.2), A.D.Synt.330.26, al. 5 to be interpolated, Gal. 18(1).58.
German (Pape)
[Seite 482] (s. κεῖμαι), daneben, dabei, an der Seite liegen, daneben gesetzt sein, stehen; τράπεζα, Il. 24, 476; ὀϊστόν, ὅς οἱ παρέκειτο, Od. 21, 416; u. in der Iterativform, παρεκέσκετο, 14, 521; übertr., ὑμῖν παράκειται ἠὲ μάχεσθαι ἢ φεύγειν, euch liegt die Wahl vor, zu kämpfen oder zu fliehen, 22, 65; παρκείμενον τέρας, Pind. Ol. 13, 103; Ἀΐδᾳ παρακείμενος, Soph. Phil. 849; ἕτοιμον ἀεὶ παρακείμενον ἐκμαγεῖον, Plat. Tim. 72 c; Sp., ἡ παρακειμένη πύλη, das benachbarte, nächste Thor, Pol. 7, 16, 5, öfter; – übertr., ἐν μνήμῃ παρακείμενα, im Gedächtniß bewahrt, Plat. Phil. 19 d; – τὰ παρακείμενα, das Vorgesetzte, die aufgetragenen Speisen, Pol. 3, 57, 8, Ath. IV, 157 a u. A. – Bei den Gramm. ist ὁ παρακείμενος, sc. χρόνος, tempus perfectum; τὰ παρακείμενα durch παράθεσις, nicht σύνθεσις verbundene Wörter, Gramm.