πλεονεκτικός

From LSJ
Revision as of 17:26, 21 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Arist. ''Pol.''" to "Arist.''Pol.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς, ὧν ἀριθμὸν ἐν νεκροῖς πλεῖστον δέδεκται Φερσέφασσ' ὀλωλότων. → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own, those many who have perished, and whom Persephone hath received among the dead. | Tomb, bridal-chamber, deep-dug eternal prison where I go to find my own, whom in the greatest numbers destruction has seized and Persephone has welcomed among the dead.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλεονεκτικός Medium diacritics: πλεονεκτικός Low diacritics: πλεονεκτικός Capitals: ΠΛΕΟΝΕΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: pleonektikós Transliteration B: pleonektikos Transliteration C: pleonektikos Beta Code: pleonektiko/s

English (LSJ)

πλεονεκτική, πλεονεκτικόν, greedy, grasping, of persons, Isoc.12.243; ἡ πονηρία πλεονεκτικόν D.25.24: Comp. and Sup. πλεονεκτικώτερος, πλεονεκτικώτατος, Arist.Pol.1333b10, Rh.1418b37. Adv. πλεονεκτικῶς = disposed to take too much, greedily, graspingly Pl.Phd. 91b, OGI665.16 (Egypt, i A. D.); π. ἔχειν πρός τινα D.22.56; also, at an advantage, μάχεσθαι Aen.Tact.16.18.

German (Pape)

[Seite 630] ή, όν, zum πλεονέκτης gehörig, ihm eigen, in seiner Art, zur πλεονεξία geneigt, Isocr. 12, 243; im a dv., Plat. Phaed. 91 b, vgl. πλεονεκτικῶς ἔχειν πρός τινα, Dem. 24, 168, u. öfter; πλεονεκτικὸν καὶ θηριώδη ζῆν βίον, Pol. 4, 3, 1; πλεονεκτικώτατος, 6, 48, 8.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
cupide, arrogant, violent;
Sp. πλεονεκτικώτατος.
Étymologie: πλεονεκτέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλεονεκτικός -ή -όν [πλεονέκτης] op winst gericht:. ἀρετὰς... πλεονεκτικωτέρας kwaliteiten die meer winst opleveren Aristot. Pol. 1333b10. hebzuchtig; subst.. τό πλεονεκτικόν = hebzucht Luc. 13.8.

Russian (Dvoretsky)

πλεονεκτικός: 3, жадный, своекорыстный, хищнический (βίος Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

πλεονεκτικός: -ή, -όν, ὁ διατεθειμένος νὰ λάβῃ παρὰ πολλά, ἄπληστος, πλεονέκτης ἐπὶ προσώπων, Ἰσοκρ. 283D· βίος Δημ. 777. 3· πλεονεκτικώτερος, -τατος Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 14. 15, Ρητ. 3. 17. 17. Ἐπίρρ. -κῶς, Πλάτ. Φαίδων 91Β· πλ. ἔχειν πρός τινα Δημ. 610. 10.

Greek Monolingual

-ή, -ό / πλεονεκτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ πλεονέκτης
νεοελλ.
αυτός που έχει πλεονεκτήματα, που βρίσκεται σε καλύτερη θέση σε σχέση με έναν άλλο
μσν.-αρχ.
αυτός που ρέπει προς την πλεονεξία («... δικαίως καλεῖσθαι πλεονεκτικούς», Ισοκρ.).
επίρρ...
πλεονεκτικώς / πλεονεκτικῶς, ΝΜΑ, πλεονεκτικά Ν
με τρόπο πλεονεκτικό, με πλεονεκτήματα
μσν.-αρχ.
με ροπή προς την πλεονεξία.

Greek Monotonic

πλεονεκτικός: -ή, -όν, αυτός που επιδιώκει να λάβει πάρα πολλά, άπληστος, σε Δημ. κ.λπ.· επίρρ. -κῶς, σε Πλάτ.· πλεονεκτικῶς ἔχειν, σε Δημ.

Middle Liddell

πλεονεκτικός, ή, όν
disposed to take too much, greedy, Dem., etc. adv. -κῶς, Plat.; πλ. ἔχειν Dem.

English (Woodhouse)

aggressive, exacting, grasping, greedy, getting more than one's share, pushing

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)