μολίβδινος
From LSJ
Ξένοισι πιστοῖς πιστὸς ὢν γίγνου φίλος → Amicus esto fidus in fidum hospitem → Erweise treuen Fremden dich als treuer Freund
French (Bailly abrégé)
η, ον :
de plomb.
Étymologie: μόλιβδος.
German (Pape)
[Seite 199] n. ä., s. μολυβδικός, μολύβδινος u. ä.