πέδιλον

From LSJ
Revision as of 07:44, 23 November 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέδῑλον Medium diacritics: πέδιλον Low diacritics: πέδιλον Capitals: ΠΕΔΙΛΟΝ
Transliteration A: pédilon Transliteration B: pedilon Transliteration C: pedilon Beta Code: pe/dilon

English (LSJ)

Aeol. πέδιλλον Choerob. in An.Ox.2.239: τό: (πέδη):—mostly in plural,
A πέδιλα = sandals, ἀμφὶ πόδεσσιν… ἀράρισκε π., τάμνων δέρμα βόειον Od.14.23; ὑπὸ ποσσὶν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα ἀμβρόσια χρύσεια, τά μιν φέρον ἠμὲν ἐφ' ὑγρὴν ἠδ' ἐπ' ἀπείρονα γαῖαν, of Hermes, Il.24.340; of Athena, Od. 1.96; πτερόεντα πέδιλα = winged sandals Hes.Sc.220; ποτανά E.El.460 (lyr.).
II any covering for the feet, shoes or boots, π. ἐς γόνυ ἀνατείνοντα Hdt.7.67; περὶ τοὺς πόδας τε καὶ τὰς κνήμας π. νεβρῶν ib.75, cf. Pi.P.4.95, Plu.Thes.3; ἱμάτιον καθαρὸν καὶ καινὰ π. Ar.Av.973.
III metaph., Δωρίῳ φωνὰν ἐναρμόξαι π., i.e. to write in Doric rhythm (cf. πούς), Pi. O.3.5; also ἐν τούτῳ π. πόδ' ἔχειν to have one's foot in this shoe, i.e. to be in this condition or fortune, ib.6.8.

German (Pape)

[Seite 541] τό, die Sohle, die unter den Fuß gebunden ward, wenn man ausgehen wollte, bei Hom. u. Hes., bei welchen sowohl Götter als Menschen dergleichen tragen, stets im plur., gew. in der Vrbdg ποσσὶ δ' ὑπὸ λιπαροῖσιν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα, Il. 2, 44 u. sonst; die Sohlen der Götter besitzen die Schwungkraft, sie über Land u. Meer dahinzutragen, 24, 341 Od. 1, 91. 5, 57, ohne daß dabei an Flügelschuhe zu denken ist, vgl. Voß mytholog. Briefe I p. 113 ff.; παπτάναις ἀρίγνωτον πέδιλον ἀμφὶ nοδί, Pind. P. 4, 95, der auch übtr. sagt Δωρίῳ πεδίλῳ φωνὰν ἐναρμόξαι, Ol. 3, 5, d. i. die Stimme in den dorischen Rhythmus, die dorische Harmonie fügen, in der das Lied einhergeht; πονανοῖς πεδίλοισι, Eur. El. 460; Ar. Av. 973. – In Prosa auch allgemeiner Schuh, Fußbekleidung, hoch hinausgehend. wie die Stiefel, πέδιλα εἰς γόνυ ἀνατείνοντα, Her. 7, 67, περὶ τοὺς πόδας τε καὶ τὰς κνήμας πέδιλα νεβρῶν, 6, 75, u. einzeln bei Sp. – Bei Xen. An. 3, 4, 35 eine Fußfessel, Schlinge, mit der die Füße der Pferde bei Nacht, wie Theocr. 25, 103 die Füße der Kühe beim Melken gebunden werden.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 semelle, sandale attachée sous le pied;
2 p. ext. chaussure en gén. ; chaussure montante;
3 entrave.
Étymologie: πέδη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πέδῑλον -ου, τό [~ πέδη, ποῦς] sandaal; uitbr. schoeisel, schoen; overdr. ritme. Pind.

Russian (Dvoretsky)

πέδῑλον: τό πούς (преимущ. pl.)
1 подвязная подошва, сандалия Hom., Pind., Hes., Eur.;
2 сапог, обувь: ἐς γόνυ ἀνατείνοντα πέδιλα Her. сапоги, доходившие до колен;
3 стихотворная стопа, размер (Δώριον Pind.).

English (Slater)

πέδῑλον (-ῳ, -ον, -οις.)
   a sandal παπτάναις ἀρίγνωτον πέδιλον δεξιτερῷ μόνον ἀμφὶ ποδί (sc. τοῦ μονοκρήπιδος Ἰάσονος) (P. 4.95) τὶν γὰρ εὔφρων ἕψεται πρώτα θυγάτηρ ὁδοῦ δάφνας εὐπετάλου σχεδὸν βαίνοισα πεδίλοις (cf. Proclum ap. Phot., Bibl., 321 Bekk., ὁ δαφνηφόρος ἰφικρατίδας τε ὑποδεδεμένος) Παρθ. 2. 70. met., ἴστω γὰρ ἐν τούτῳ πεδίλῳ δαιμόνιον πόδ' ἔχων Σωστράτου υἱός i. e. in this position (O. 6.8)
   b foot, rhythm Δωρίῳ φωνὰν ἐναρμόξαι πεδίλῳ ἀγλαόκωμον (O. 3.5)

Spanish

sandalia

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ, αιολ. τ. πέδιλλον Α
είδος υποδήματος που υπάρχει από την αρχαιότητα και το οποίο καλύπτει με δέρμα ή παρόμοιο υλικό μόνο το πέλμα ή και τον ταρσό του ποδιού, ενώ συγκρατείται πάνω στο πόδι με κορδόνια ή λουριά, σανδάλι
νεοελλ.-αρχ.
ποδάγρα, σκοινοθηλιά με την οποία δένουν τα πόδια τών αλόγων τη νύχτα και τών αγελάδων κατά το άρμεγμα
νεοελλ.
1. κάθε παραπλήσιο υπόδημα, όπως παγοπέδιλο, τροχοπέδιλο, ξυλοπέδιλο
2. ξύλινο ή μεταλλικό τεμάχιο που χρησιμεύει για να στηρίζει ή να προφυλάσσει κάτι από τη φθορά (α. «πέδιλο της προσωμίδας κοντακίου» — μεταλλικό τεμάχιο που επικαλύπτει την προσωμίδα του κοντακίου τών όπλων
β. «πέδιλο του κολεού της σπάθης» — μεταλλικό πέταλλο στο κάτω άκρο του κολεού που το προφυλάσσει από τη φθορά κατά τις κρούσεις του στο έδαφος
3. (μηχαν.) ξύλινος ή μεταλλικός πεπλατυσμένος μοχλός, πάνω στον οποίο πατώντας κανείς βάζει σε κίνηση με διωστήρα, ιμάντα, στρόφαλο κ.λπ. έναν άλλο μηχανισμό, αλλ. ποδωστήρας, ποδόπληκτρο, υποπόδιο, πατήθρα, πεντάλ, πετάλι
4. (ηλεκτρ.) «πέδιλο πόλου» — το πλατύτερο μέρος του μαγνητικού πόλου μιας ηλεκτρικής μηχανής συνεχούς ρεύματος το οποίο τοποθετείται προς το μέρος του επαγωγικού τυμπάνου, διαχέει τη μαγνητική ροή σε μεγάλο μέρος της περιφέρειας του δρομέα και συγκρατεί το μαγνητικό τύλιγμα του πόλου
5. ναυτ. ξύλινη βάση στερεωμένη στο εσωτερικό λέμβου που χρησιμεύει για να σφηνώνεται σε αυτήν ο ιστός της, κν. σκάτσα
6. μουσ. το ποδόπληκτρο
7. (οικοδ.) το πέλμα
αρχ.
1. υποδήματα συχνά φτερωτά (πτερόεντα) που φορούσαν οι θεοί και είχαν τη δύναμη να τους φέρουν πάνω από τη γη ή τη θάλασσα
2. στρατ. ψηλά υποδήματα, ενδρομίδες, μπότες
3. μτφ. ρυθμός, μέλος (α. «Δωρίῳ πεδίλῳ φωνὰν ἐναρμόξαι», Πίνδ.
τη φωνή ρυθμίζει σύμφωνα με το δώριο μέλος, τη δώρια αρμονία
β. «ἐν τούτῳ πεδίλῳ πόδ' ἔχειν», Πίνδ.
το να βρίσκεται κανείς σε αυτήν την κατάσταση).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πέδιλο παράγεται από την ΙΕ ρίζα ped- «πόδι» (βλ. λ. πους) με κατάλ. -ιλ-ο- (πρβλ. μυστ-ίλ-η, στρόβ-ιλ-ος). Η άποψη ότι η λ. προέρχεται από αμάρτυρο τ. πέδ-ι-Fλον δεν θεωρείται πιθανή, αφού ένας τέτοιος τ. θα οδηγούσε σε τ. πέδιλλον, του οποίου όμως η ύπαρξη παραμένει αμφίβολη. Άλλωστε και η παρουσία στη Μυκηναϊκή ορισμένων σχετικών τ. pediro, pedira, pediroi αντιτίθεται στην άποψη αυτή (πρβλ. πέδη, πέδον, πέζα, πεζός)].

Greek Monotonic

πέδῑλον: τό (πέδη
I. κυρίως στον πληθ., σανδάλια, σε Όμηρ., Ησίοδ., Ευρ.
II. οτιδήποτε καλύπτει τα πόδια, παπούτσια ή μπότες, σε Ηρόδ.
III. μεταφ., Δωρίῳ πεδίλῳ φωνὰν ἐναρμόζαι, δηλ. ανασκευάζω τραγούδια σύμφωνα με το Δωρικό ρυθμό, σε Πίνδ.· επίσης, ἐν τούτῳ πεδίλῳ πόδ' ἔχειν, βάζω τα πόδια μου στο παπούτσι κάποιου άλλου, δηλ. έχω την ίδια τύχη ή βρίσκομαι στην ίδια κατάσταση με αυτόν, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

πέδῑλον: τό, (πέδη) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., σανδάλια, ἄπερ ἐφόρουμ οἱ ἐκ τῆς οἰκίας ἐξερχόμενοι, ὡς τὰ παρὰ τοῖς πεζογράφοις ὑποδήματα, Ὅμ. καὶ Ἡσίοδ., ὡσαύτως παρ’ Εὐρ.· κατεσκευάζοντο ἐκ δέρματος βοός, ἀμφὶ πόδεσσιν ... ἀράρισκε π., τάμνων δέρμα βόειον Ὀδ. Ξ. 23· τὰ πέδιλα τῶν θεῶν εἶχον τὴν δύναμιν νὰ φέρωσι τὸν φοροῦντα αὐτὰ ὑπεράνω πάσης ἐκτάσεως γῆς ἢ θαλάσσης, ὑπὸ ποσσίν ἐδήσατο καλά π· ἀμβρόσια χρύσεια, τά μιν φέρον ἠμὲν ἐφ’ ὑγρὴν ἠδ’ ἐπ’ ἀπείρονα γαῖαν, ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ, Ἰλ. Ω. 341, Ὀδ. Ε. 44· ἐπὶ τῆς Ἀθηνᾶς, Ὀδ. Α. 97· καλοῦνται δὲ ῥητῶς καὶ πτερωτὰ (πτερόεντα), ὅπερ ὅμως δυνατὸν νὰ εἶναι καὶ μεταφορ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 220· ποτανὰ Εὐρ. Ἡλ. 480. ΙΙ. πᾶν κάλυμμα τοῦ ποδός, ὐποδήματα, ἐς γόνυ ἀνατείνοντα π. Ἡροδ. 7. 67· περιβεβλημένοι ... περὶ τοὺς πόδας τε καὶ τὰς κνήμας πέδιλα νεβρῶν αὐτόθι 75. ΙΙΙ. μεταφορ., Δωρίῳ πεδίλῳ φωνὰν ἐναρμόξαι, δηλ. ποιεῖσθαι κατὰ τὸν Δώριον ῥυθμὸν (οὕτω ποὺς σημαίνει τὸν μετρικὸν πόδα), Πινδ. Ο. 3. 9· ὡσαύτως, ἐν τούτῳ πεδίλῳ πόδ’ ἔχειν, τὸ νὰ ἔχῃ τις τὸν πόδα του ἐντὸς τούτου τοῦ ὑποδήματος, δηλ. τὸ νὰ εὐρίσκηταί τις ἐν ταύτῃ τῇ καταστάσει, αὐτὀθι 6. 11, ἔνθα ἴδε Donaldson

Frisk Etymological English

Grammatical information: n., mostly pl.
Meaning: sole under the foot, sandal, sec. of other footcover (Il.; also Hdt. and Plu., s. Ruijgh L'élém. ach. 151 f.).
Dialectal forms: Myc. pediro, Gallavotti Riv. fil. class. 89,174ff..
Compounds: Often as 2. member, e.g. χρυσο-πέδιλος with golden sandals (Od.).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [790] *ped- foot
Etymology: With ιλο-suffix from the word for foot (in πέδον); s. πούς. On the formation Chantraine Form. 249; whether an intermediate ι-stem must be essumed (WP. 2,23, Specht Ursprung 147; cf. on πέζα), is uncertain. The form with geminata -λλ- (after Gramm. Aeol.) Schwyzer 439 n. 6 wants to explain from *πέδ-ι-Ϝλον prop. "footwrap"; apart from the facts this, is not aboslutely reliable, s. Hamm Grammatik, par. 26. Cf. on ὅμιλος. - The suffix seems Pre-Greek; long vowel is in that case frequent. But the suffix is not known from elsewhere with this function.

Middle Liddell

πέδῑλον, ου, τό, πέδη
I. mostly in plural sandals, Hom., Hes., Eur.
II. any covering for the foot, shoes or boots, Hdt.
III. metaph., Δωρίῳ πεδίλῳ φωνὰν ἐναρμόξαι, i.e. to adapt the song to Doric rhythm, Pind.; also, ἐν τούτῳ πεδίλῳ πόδ' ἔχειν to have one's foot in this shoe, i. e. to be in this condition or fortune, Pind.

Frisk Etymology German

πέδιλον: meist pl. -α
{pédīlon}
Grammar: n.
Meaning: Sohle unter dem Fuß, Sandale, sek. von anderer Fußbekleidung (ep. poet. seit Il.; auch Hdt. und Plu., s. Ruijgh L’élém. ach. 151 f.), myk. pediro nach Gallavotti Riv. fil. class. 89,174ff.;
Composita: oft als Hinterglied, z.B. χρυσοπέδιλος mit goldenen Sandalen (Od. u.a.). Mit ιλο-Suffix vom Wort für Fuß (in πέδον u.a.); s. πούς. Zur Bildung Chantraine Form. 249; ob ein vermittelnder ι-Stamm anzunehmen ist (WP. 2,23, Specht Ursprung 147; vgl. zu πέζα), steht dahin.
Etymology: Die Form mit Geminata -λλ- (nach Gramm. äol.) will Schwyzer 439 A. 6 aus *πέδι-ϝλον angebl. "Fußwickel" erklären; vom Sachlichen abgesehen, ist sie nicht unbedingt zuverlässig, s. Hamm Grammatik, par. 26.
Page 2,485

English (Woodhouse)

sandal

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό πέδη πού παράγεται ἀπό ρίζα πεδ- τοῦ πούς, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Léxico de magia

τό plu. sandalias donde llevar una fórmula νικητικὸν θαυμαστὸν τοῦ Ἑρμοῦ, ὃ ἔχε ἐν τοῖς πεδίλοις fórmula maravillosa para ganar, que has de llevar en las sandalias P VII 919 P VI 14 (fr. lac.)

Translations

sandal

Albanian: sandale; Arabic: صَنْدَل; Egyptian Arabic: نعال; Hijazi Arabic: صَنْدَل, مَدَاس; Armenian: սանդալ; Assamese: চেণ্ডেল; Asturian: sandalia; Belarusian: сандаль; Bulgarian: сандал; Catalan: sandàlia; Chickasaw: pas pas, pas pas sholosh; Chinese Mandarin: 涼鞋, 凉鞋, 草鞋; Czech: sandál; Danish: sandal; Dutch: sandaal; Esperanto: sandalo; Estonian: sandaal; Finnish: sandaali; French: sandale; Galician: sandalia; Georgian: სანდალი, ქალამანი; German: Sandale; Greek: σανδάλι, πέδιλο; Ancient Greek: σάνδαλον, σανδάλιον, πέδιλον, σάμβαλον; Hausa: sandal; Hebrew: סַנְדָּל; Hindi: चप्पल; Hungarian: szandál; Icelandic: sandali; Ido: sandalo; Irish: cuarán; Old Irish: accrann; Italian: sandalo; Japanese: サンダル, 草鞋; Kannada: ಚಪ್ಪಲಿ; Khmer: ស្បែកជើងសង្រែក; Korean: 샌들, 초혜; Lao: ເກີບຊັງດ້ານ; Latin: crepida, solea; Latvian: sandale; Lithuanian: sandalas; Malayalam: ചെരുപ്പ്; Maltese: sandlija, karkur; Maore Comorian: kabwa; Maori: pārekereke, kuara, korehe, korehe, korehe, pāengaenga; Marathi: चप्पल; Navajo: kégiizh haaztʼiʼí; Norwegian Bokmål: sandal; Nynorsk: sandal; Occitan: sandala; Old English: sole; Persian: صندل; Plautdietsch: Sandal; Polish: sandał; Portuguese: sandália, chinelo; Romanian: sanda, sandală; Russian: сандалия, босоножка; Scottish Gaelic: cuaran; Serbo-Croatian Cyrillic: сандала; Roman: sandála; Sicilian: sànnalu, zòcculu; Slovak: sandál; Spanish: sandalia, chala, chinela, chancleta, caite, cutara, huarache, chancla, calipso, albarca; Swahili: kiatu; Swedish: sandal; Tagalog: sandalyas; Tajik: шиппак; Tarifit: tsirit; Thai: รองเท้าแตะ, รองเท้าคีบ; Turkish: sandalet, sandal; Ukrainian: сандалія, сандаль; Urdu: چپل; Uzbek: shippak, sandal; Vietnamese: dép, dép quai hậu; Welsh: sandal, sandalau; West Frisian: sandaal; Zazaki: ğamık