βουλεύω

From LSJ
Revision as of 19:29, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_3)

ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βουλεύω Medium diacritics: βουλεύω Low diacritics: βουλεύω Capitals: ΒΟΥΛΕΥΩ
Transliteration A: bouleúō Transliteration B: bouleuō Transliteration C: vouleyo Beta Code: bouleu/w

English (LSJ)

Il.2.379, etc., aor.

   A ἐβούλευσα Od.5.23, etc., Ep. βούλ- Il.14.464: pf. βεβούλευκα S.OT701:—Med. and Pass., v. infr.: (βουλή):—take counsel, deliberate, in past tenses, determine or resolve after deliberation:    1 abs., ὣς βουλεύσαντε Il. 1.531; βουλευέμεν ἠδὲ μάχεσθαι in council or in battle, Od.14.491; β. ὅπως ὄχ' ἄριστα γένοιτο 9.420, cf. 11.229; δυσμενέεσσι φόνου πέρι β. 16.234; ἔς γε μίαν βουλεύσομεν (sc. βουλήν) we shall agree to one plan, Il.2.379; θυμῷ β. Od.12.58; β. περί τινος Hdt.1.120, Th.3.28, 5.116: in Prose, chiefly Med. in this sense, v. infr. B.    2 c. acc. rei, deliberate on, plan, devise, β. βουλάς Il.24.652, al.; οὐ . . τοῦτον μὲν ἐβούλευσας νόον αὐτή; Od.5.23; ὁδόν 1.444; φύξιν Il.10.311,398; κέρδεα Od.23.217; ψεύδεα 14.296: c. dat. pers., τῷ γάρ ῥα θεοὶ βούλευσαν ὄλεθρον Il. 14.464, cf. Hdt.9.110; θάνατόν τινι Pl.Lg.872a; β. πῆμά τινι Od.5.179, etc.; κέλευθον A.Pers.758; ποινάς Id.Ag.1223; νεώτερα β. περί τινος Hdt.1.210:—Pass. (with fut. Med., A.Th.198), aor. ἐβουλεύθην Hdt. 7.157, Th.1.120, Pl.R.442b: pf. βεβούλευμαι (usu. in med. sense, v. infr. B):—to be determined or planned, ψῆφος κατ' αὐτῶν βουλεύσεται A. l.c.; βεβούλευται τάδε Id.Pr.998, cf. Hdt.7.10.δ; τὰ βεβουλευμένα, = βουλεύματα, Id.4.128; τὰ βουλευόμενα X.Cyr.6.2.2; πῶς σφῷν βεβούλευται Pl.Euthd.274a.    3 c. inf., take counsel, resolve to do, τὸν μὲν ἐγὼ βούλευσα . . οὐτάμεναι Od.9.299, cf. Hdt.1.73, 6.52,61, etc.:— Pass., τοῖσι ἐβεβούλευτο τὸ παιδίον προσουδίσαι Id.5.92.γ.    II give counsel, τὰ λῷστα β. A.Pr.206; β. δυνατός Pl.Lg.694b: c. dat. pers., advise, ἵνα σφίσι βουλεύησθα Il.9.99, cf. A.Eu.697.    III sit in council, of the Spartan γέροντες, Hdt.6.57; to be a member of a βουλή, Arist.Pol.1282a30; esp. of the Council of 500 at Athens, Antipho 6.45, And.1.75, X.Mem.1.1.18, Arist.Ath.62.3; ἡ βουλὴ ἡ βουλεύουσα Lys.13.19; βουλὴν β. to be a member of the β., ib.20; βουλεύειν λαχών Pl.Grg.473e.    B Med., fut. -εύσομαι A.Ag.846, Ch.718, Th.1.43, Pl.Smp. 174d: aor. ἐβουλευσάμην S.OT537, etc.; Ep. βουλ- Il.2.114; ἐβουλεύθην D.H.15.7: pf. βεβούλευμαι Hdt.3.134, S.El.385, Th.1.69, E.Supp.248, Pl.Chrm.176c (also in pass. sense, v. supr.):—more freq. in Att. Prose than Act.,    1 abs., take counsel with oneself, deliberate, Hdt.7.10.δ, Arist.EN1112b11,20; παραχρῆμα οὐδὲ -σάμενος D.37.13; ἅμα τινί Hdt.8.101; περὶ τοῦ μέλλοντος τῶν οἰκείων Th.3.44, cf. Pl.Phdr.231a; περί τι Id.R.604c; ὑπέρ τινος ib.428d; πρὸς τὴν γεγενημένην ξυμφοράν Th.7.47: c. acc. cogn., β. βούλευμα And.3.29; βουλήν Pl.Plt.298b, etc.; ἴσον τι ἢ δίκαιον Th.2.44:—also like Act., take counsel, πρός τινας LXX 4 Ki.6.8.    2 act as member of council, and so originate measures, β. καὶ κρίνειν Arist.Pol.1281b31; τὸ βουλευόμενον ib.1291a28.    3 c. acc. rei, determine with oneself, resolve on, κακὴν ἀπάτην βουλεύσατο Il.2.114 (Med. here only in Hom.); ἀλλοῖόν τι περί τινος Hdt.5.40, cf. Pl.Ap.32c.    4 c. inf., resolve to do, Hdt.3.134, Pl.Chrm.176c.    5 rarely folld. by Relat., β. ὅ τι ποιήσεις ibid.; β. ὅπως . . with subj., X.Cyr.1.4.13; β. πῶς τις, c. fut., Id.An.3.4.40; πῶς καὶ τί πρακτέον εἴη Plb.1.33.3; ἵνα Ev.Jo.12.10.

German (Pape)

[Seite 457] 1) Rath halten, überlegen, Iliad. 1, 531 τώ γ' ἃς βουλεύσαντε διέτμαγεν; öfters βουλὰς βουλεύειν, Iliad. 10, 147. 327. 415. 23, 78 Odyss. 6, 61: τῷ πείσεαι ὅς κεν ἀρίστην βουλὴν βουλεύσῃ Iliad. 9, 75; θυμῷ βουλεύειν, bei sich überlegen, Odyss. 12, 58; βούλευε φρεσὶν ᾗσιν ὁδὸν τὴν πέφραδ' Ἀθήνη 1, 444; ἐς μίαν, einstimmig, einig im Rathe sein, Iliad. 2, 379; σοφῶς Soph. Phil. 421; περί τινος Od. 16, 234; Her. 1, 120; Thuc. 3, 28 u. sonst; τί, etwas beschließen, ersinnen, νόον, einen Plan, Od. 5, 23; meist von bösen Dingen, πῆμά τινι Od. 10, 300, ψεύδεα 14, 296, κακὰ κέρδεα 23, 217; κέλευθον, ποινάς, φόνον, μόρον, Aesch. Pers. 744 Ag. 1196. 1597. 1617; στρατῷ φόνον Soph. Ai. 1034; eigthümt. τοῦ τάφου Ant. 486; δρησμόν Her. 5, 124 (vgl. Luc. Cont. 23), auf Flucht denken; νεώτερα περί τινος 1, 210; τῇ γυναικὶ ὄλεθρον 9, 110; Xen. Cyr. 8, 7, 22 μηδὲν ἀνόσιον μήτε ποιήσητε, μήτε βουλεύσητε; An. 2, 5, 16 τινὶ κακόν; θάνατόν τινι Plat. Legg. IX, 871 e, wo αὐτόχειρ dem βουλεύσας entggstzt ist. Mit inf., Il. 9, 458; Soph. O. R. 738; vgl. Her. 6, 52. 61. So pass., ὦπται πάλαι δὴ καὶ βεβούλευται τάδε Aesch. Prom. 998; πῶς σφῷν βεβούλευται Plat. Euthyd. 274 a; pass., ψῆφος κατ' αὐτῶν ὀλεθρία βουλεύσεται Spt. 180; τὰ βουλευόμενα, = βουλεύματα, Xen. Cyr. 6, 2, 2; τὰ βεβουλευμένα Her. 4, 125. – 2) im Rathe sitzen, Rathsherr sein, Plat. Gorg. 473 e; zum Rathe der 500 gehören, Xen. Mem. 1, 1, 18 u. sonst; rathen, Rath geben, τινί Aesch. Prom. 204 Eum. 667; βουλὴν βουλεύειν Lys. 13, 20; βουλεύματα Eur. El. 1012. – Med., sich berathen, τί, etwas beschließen; bei Hom. zweimal, Iliad. 2, 114. 9, 21 νῦν δὲ κακὴν ἀπάτην βουλεύσατο, dieselbe Bedeutung wie die des activ. In Attischer Prosa ist das medium gebräuchlicher als das activ.; deshalb sagten die Alexandriner, Homer, der das activ. weit häufiger hat als das medium, gebrauche ersteres statt des letzteren und dies sei eine ächt Homerische Ausdrucksweise, welche sich jedoch bei den Att. nicht allzu selten wiederfinde. Vgl. z. B. Apollon. Lex. Homer. p. 52, 29 βουλεύσαντε βουλευσάμενοι, βουλὴν συνθέντες. – Herodot. 6, 100 ἐβουλεύοντο ἐκλιπεῖν τὴν πόλιν; ἅμα τινί, mit Jemandem, 8, 101; τί βουλεύεσθον ποιεῖν Plat. Charm. 176 c; περί τινος Lach. 185 a; τὰ ἄριστα περί τινος Thuc. 6, 23; περὶ τὸ γεγονός Plat. Rep. X, 604 c; βουλὴν περί τινος Polit. 298 b; πρὸς ταῦτα, in Beziehung darauf, Xen. An. 1, 3, 19; ὅ τι χρὴ ποιεῖν 1, 3, 11; πῶς 3, 4, 40; für Einen sorgen, κακῶς πρό τινος 7, 6, 27; παραχρῆμα οὐδὲ βουλευσάμενος, ohne Ueberlegung, Dem. 37, 13. So auch perf., Her. 3, 134; Plat. Charm. 176 c; βεβουλευμένος, der seinen Entschluß gefaßt hat, Thuc. 1, 69; Men. bei Stob. fl. 96, 20.