λιβανομάννα
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
English (LSJ)
ἡ,
A = μάννα λιβανωτοῦ, Orph.H.20 tit.
German (Pape)
[Seite 42] ἡ, Weihrauchmanna, Orph. H. 19, in der Ueberschrift. Vgl. μάννα.