ἀγορανομία
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
English (LSJ)
ἡ,
A office of ἀγορανόμος, Arist.Pol.1331b9, IG4.203 (Corinth), PGrenf.1.10.7 (ii B. C.), etc. II = Lat. aedilitas, Plb.10.4.1, D.H.5.18, App. Pun.112.
German (Pape)
[Seite 20] ἡ, B. A., Zon., Suid. λογιστεία, εἴρηται δὲ ἐπὶ τῶν ἐπισκοπούντων τὰ τῶν πόλεων ὤνια. Amt des Marktmeisters, Arist Pol. 7, 11, 3. Bei Plut., Dionys. u. Sp. Aedilität der Römer.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγορᾱνομία: ἡ, «τὸ ἀξίωμα τοῦ ἀγορανόμου», Ἀριστ. Πολ. 7. 12, 7, Συλλ. Ἐπιγρ. 1104, καὶ ἀλλ.