ἐμμήνιος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A monthly: τὰ ἐ. the menses of women, Hp.Nat.Mul.7; ἐ. αἷμα γυναικῶν J.BJ4.8.4.
German (Pape)
[Seite 808] monatlich; τὰ ἐμμ., monatliche Reinigung der Frauen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμμήνιος: -ον, ὁ κατὰ μῆνα συμβαίνων· τὰ ἐμμήνια, τὰ ἔμμηνα τῶν γυναικῶν, Ἱππ. 565, κτλ.