διαστύλιον
From LSJ
English (LSJ)
[ῡ], τό, in Architecture,
A space between the columns, Lat. intercolumnium, Bito 54.3. 2 ἀνέστησε δ. δύο perh. a monument with three pillars, Keil-Premerstein Dritter Bericht No.107.
Greek (Liddell-Scott)
διαστύλιον: τό, ἐν τῇ ἀρχιτεκτονικῇ, τὸ μεταξὺ τῶν κιόνων διάστημα, Λατ. Intercolumnium, Βίτων π. Κατασκ. Πολ. Ὀργ. σ. 109· πρβλ. μετακιόνιον, μεσοστύλιον.