ἡμικεφάλαιον
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
English (LSJ)
[ᾰ], τό, less Att. form for ἡμίκρανον (i.e. ἡμίκραιρα), acc. to Phryn.303:
German (Pape)
[Seite 1168] τό, Hesych., von Phryn. 328 verworfen, gegen ἡμίκρανον.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμικεφάλαιον: τό, ἧττον ἀττικὸς τύπος τοῦ ἡμίκραιρα, Φρύν. 328· ― ἡμικέφαλον, Γλωσσ.