Ἀραβάρχης
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
English (LSJ)
v. Addenda.
Greek (Liddell-Scott)
Ἀραβάρχης: -ου, ὁ, ὁ τοῦ Ἀραβικοῦ νομοῦ ἐν Αἰγύπτῳ νομάρχης, Συλλογ. Ἐπιγρ. 4751, 5075, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 18. 8, 1. Ὑπὸ ἐκδοτῶν τινων παρελήφθη ἡ λέξις (ἐκ χειρογρ.) εἰς Κικ. Ἐπιστ. πρὸς Ἀττ. 2. 17, 3, Ἰουβεν. 1. 130, ἀντὶ Ἀλαβάρχης, Alabarches. Ὁ τελευταῖος οὗτος τύπος ἑρμηνεύεται ὡς σημαῖνον εἰσπράκτορα φόρων ἢ τελώνην, ἐν ᾗ σημασίᾳ μετεχειρίσθη τὴν λέξιν ὁ Κικέρων σαρκαστικῶς περὶ τοῦ Πομπηΐου, ὅστις ἐκαυχᾶτο ὅτι ηὔξησε μεγάλως τοὺς φόρους, Κικ. π. Ἀττ. ἔνθ’ ἀν.· παρὰ δὲ τῷ Ἰωσήπῳ φαίνεται ὅτι εἶναι τὸ ὄνομα τοῦ πρώτου ἄρχοντος τῶν Ἰουδαίων ἐν Ἀλεξανδρείᾳ. - Τὸ ζήτημα εἶναι ἂν ἀμφότεροι οἱ τύποι ὑπῆρχον, ἢ ὁ ἕτερος (καὶ ἂν οὕτω, πότερος) εἶναι παραφθορὰ τοῦ ἑτέρου: πρβλ. ἀλαβαρχέω, ἀλαβαρχία καὶ ἴδε ἐπὶ πᾶσι Sturz Dial. Mac. σ. 65 κἑξ.