ὄντα
ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
English (LSJ)
τά, neut. pl. part. of εἰμί
A (sum), the things which actually exist, the present, opp. the past and future, E.Hel.14 ; butalso, 2 reality, truth, opp. that which is not, Pl.Sph.263d ; actual objects, σκιὰς τῶν ὄντων Id.R.532c, etc. ; v. εἰμί. II that which one has, property, fortune (cf. οὐσία), D.18.102.
German (Pape)
[Seite 350] τά, part. praes. von εἰμί, w. m. s., das, was ist, sowohl das Gegenwärtige im Ggstz des Vergangenen u. Zukünftigen, als auch das, was wirklich ist, im Ggstz des Gedachten, das Wirkliche; auch das Vermögen, Hab und Gut, z. B. Dem. 18, 102.
Greek (Liddell-Scott)
ὄντα: τά, πληθ. οὐδ. μετοχ. τοῦ εἰμὶ (sum) πράγματα ὑπάρχοντα, παρόντα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ παρελθόντα καὶ τὰ μέλλοντα· ἀλλὰ καὶ, 2) τὰ ὄντως ὑπάρχοντα, ἡ ἀλήθεια κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ μὴ ὄντα, σκιὰς τῶν ὄντων Πλάτ. Πολ. 532C, κτλ. ἴδε ἐν λέξ. εἰμί. ΙΙ. ὅ,τι ἔχει τις, περιουσία, ὡς τὸ ἡ οὐσία, Δη. 260. 12.