ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws
θεριστέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ θερίζω, δεῖ θερίζειν, Θ. Στουδ. Cod. Par. 892, fol. 14 ro.