χωράρχης
From LSJ
γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones
German (Pape)
[Seite 1387] ὁ, Herr des Landes, B. A. 316.
Greek (Liddell-Scott)
χωράρχης: -ου, ὁ, ὁ κύριος, δεσπότης, διοικητὴς χώρας ἢ ἐπαρχίας, Κ. Μανασσ. Χρον. 602, Βυζ.· -αρχία, ἡ, Κ. Μανασσ. Χρον. 5029.