κηροχίτων
From LSJ
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
English (LSJ)
[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ,
A clad in wax, λαμπάς AP6.249 (Antip.).
German (Pape)
[Seite 1434] ωνος, mit Wachs bekleidet, λαμπάς Antp. Th. 13 (VI, 249).
Greek (Liddell-Scott)
κηροχίτων: ῑ, ωνος, ὁ, ἡ, περιβεβλημένος κηρόν, λαμπάδα κηροχίτωνα Ἀνθ. Π. 6. 249.