σκότωμα
From LSJ
εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit
English (LSJ)
ατος, τό,
A dizziness, vertigo, Plb.5.56.7 (pl.), Plu.2.137d, Gal.6.324 (pl.).
German (Pape)
[Seite 906] τό, Schwindel, σκοτώματά τινα ἐπιπέπτωκεν αὐτῷ Pol. 5, 56, 7.
Greek (Liddell-Scott)
σκότωμα: τό, «ζάλη», σκοτοδινία, ἴλιγγος, Πολύβ. 5. 56, 7 (ἐν τῷ πληθ.), Πλούτ. 2. 137D, κτλ. ΙΙ. φόνος, σφαγή, Βυζ.· ἴδε Δουκάγγ.