βουλυτός
καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳ νοῆσαι → and silence is often the wisest thing for a man to heed, and often is man's best wisdom to be silent, and often keeping silent is the wisest thing for a man to heed
English (LSJ)
(sc. καιρός), ὁ,
A time for unyoking oxen (early afternoon, Hld.2.19, cf. Eust.1614.44, but evening, Ael.NA13.1, cf. Philostr.Her.19.20), Ar.Av.1500, A.R.3.1342, Luc.Cat.1, etc.; ὑπὸ . . ἀστέρα βουλυτοῖο IG14.2012.15 (Sulp. Max.): —Hom. only in Adv. βουλῡτόνδε, Il.16.779, Od.9.58.
German (Pape)
[Seite 458] ὁ, die Tageszeit des Ochsenausspannens, der Abend, Ar. Av. 1500; Ap. Rh. 3, 1342; Luc. Catapl. 1. – Hom. nur βουλυτόνδε, gegen Abend, zweimal, Iliad. 16, 779 Odyss. 9, 58 ἦμος δ' ἠέλιος μετενίσσετο βουλυτόνδε, Gegensatz zu ὄφρα μὲν ἠέλιος μέσον οὐρανὸν ἀμφιβεβήκει und zu ὄφρα μὲν ἠὼς ἦν καὶ ἀέξετο ἱερὸν ἦμαρ.
Greek (Liddell-Scott)
βουλῡτός: (ἐνν. καιρός), ὁ, ὁ καιρὸς τῆς ἀποζεύξεως τῶν βοῶν, ἑσπέρα, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1500, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1342˙ ὑπὸ… ἀστέρα βουλυτοῖο Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 618. 15˙ -παρ’ Ὁμ. μόνον ὡς ἐπίρρ. βουλῡτόνδε, πρὸς ἑσπέραν, Ἰλ. Π. 779, Ὀδ. Ι. 58.