φοιβητός
From LSJ
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
English (LSJ)
ή, όν,
A inspired, prophesying, Man. 4.550.
German (Pape)
[Seite 1295] adj. verb. von φοιβάω, 1) prophezeiet. – 2) begeistert, prophezeiend, μῦθοι Maneth. 4, 550.
Greek (Liddell-Scott)
φοιβητός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., θεόπνευστος προφητικός, προλέγοντα φοιβητοῖς μύθοισιν ἀποφθεγκτήρια κρυπτὰ Μανέθων 4. 550.